SABATON – “The Last Stand” (Nuclear Blast Records)

0
87

Για το φαινόμενο SABATON τα έχουμε ξαναπει πολλές φορές, όπως και στις παρουσιάσεις των “Carolux Rex” και “Heroes”. Γιατί φαινόμενο είναι, όπως και να το κάνουμε, αρέσει δεν αρέσει σε πολλούς. Δεν εξετάζουμε το “καλώς ή κακώς” της υπόθεσης, αλλά το γεγονός. Τα υπόλοιπα είναι, όπως πάντα στη μουσική, θέμα και προσωπικού γούστου.

Οι Σουηδοί ηγέτες λοιπόν του heavy/power της εποχής μας, επιστρέφουν δισκογραφικά με το όγδοο άλμπουμ τους (σε 11 χρόνια!), απλά για να πιστοποιήσουν το βασικό: η επιτυχία είναι και πάλι δεδομένη και από το θρόνο τους δεν κουνιούνται!

Το “The last stand” έχει όλα όσα πρέπει να έχει ένα άλμπουμ των SABATON για να κάνει επιτυχία, να πουλήσει και να προσελκύσει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στις συναυλίες τους ανα την Ευρώπη τουλάχιστον. Anthemic ρεφραίν, πομπώδη σημεία, συναυλιακά-party τραγούδια, στιχουργική θεματολογία για ηρωισμό, μάχες που άφησαν το στίγμα τους στην ανθρωπότητα και αναφορά σε πολλές διαφορετικές χώρες, παραγωγάρα, όλο το (δικό τους) πακέτο που τους έχει φέρει στο σημείο που τους έχει φέρει μέσα σε 11 μόλις χρόνια παρουσίας. Αυτό ξέρουν, αυτό εμπιστεύονται, αυτό ακολουθούν πιστά, το κάνουν μια χαρά, το πουλάνε όμως ακόμα καλύτερα και γιατί να αλλάξουν; Αυτή είναι η μία μεριά βέβαια. Η άλλη μεριά λέει ότι κάπου το έχουν παρακάνει με την αντιγραφή, ασχέτως αν αντιγράφουν τον εαυτό τους. Γιατί άλλο να παίζεις ένα συγκεκριμένο πράγμα, άλλο όμως να έχεις σημεία ολόκληρα που να λες “μα αυτό δεν είναι το τάδε από το προηγούμενο άλμπουμ”; Ένα παράδειγμα του νέου δίσκου (όχι το μόνο, αλλά ο καθένας μπορεί να ακούσει τα υπόλοιπα), είναι το “Winged hussars” («καταδικασμένο» να γίνει χιτάρα στους οπαδούς της μπάντας), που όπως και να το δεις, έχει βασικό θέμα και ρεφραίν από το “The art of war”. Κάτι που είναι απολύτως λογικό να συμβαίνει βέβαια, όταν στην ουσία μόνοι τους έχουν επιλέξει αυτό το δρόμο. Διαβάζοντας δεξιά-αριστερά από την άλλη, βλέπω να μιλάει κόσμος, αλλά κυρίως και οι ίδιοι, για «αλλαγή» στον ήχο των SABATON και ότι πάνε να παίξουνε και κάτι άλλο. Ακούγοντας το δίσκο, αυτή την περίφημη «αλλαγή» δεν την άκουσα πουθενά, τουλάχιστον βάζοντας κάτω τα δύο τελευταία τους άλμπουμ. Ας πούμε το ότι ξεκινάνε στα περισσότερα κομμάτια με ένα πιο «άδειο» κουπλέ και σταδιακά γεμίζει το κομμάτι για να φτάσει σε anthemic ρεφραίν, δεν το λες και αλλαγή. Το αντίθετο! Αν κάτι θεωρείται αλλαγή και διαφορετικό, είναι ότι σε πολλά σημεία ο δίσκος γίνεται ακόμα πιο cheesy (ειδικά ας πούμε το πολύ καλό σαν κομμάτι “The last battle” που θα μπορούσε να είναι AOR/hard rock κομμάτι) ή ότι κομμάτια όπως το “Blood of Bannockburn” (βρίστε ελεύθερα, αλλά το χειρότερό μου κομμάτι στο δίσκο) διαφέρουν κάπως στις λεπτομέρειες. Όμως το 90% των SABATON είναι ένα. Κακό ή καλό; Όπως το δει κανείς και αναλόγως τι ζητάει. Στο τέλος της ημέρας επιστρέφουμε σε κάτι που είπα παραπάνω: Αυτό ξέρουν, αυτό εμπιστεύονται και η επιτυχία τους δείχνει ότι ξέρουν καλά τι και πως κάνουν.

Για άλλη μία φορά, η απόφασή τους να εμπιστευθούν τη μίξη στον «θεούλη» Peter Tagtgren και το mastering στον Jonas Kjellgren, όπως και στα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, αποδεικνύεται ολόσωστη. Ηχάρα καλύτερη των δύο προηγούμενων δίσκων!

Ο δίσκος είναι γεμάτος ρεφραίν που θα ξεσηκώσουν τους οπαδούς του σχήματος στα live και συγκριτικά με το “Heroes” ίσως έχει και καλύτερα (στο σύνολό τους) τραγούδια. Σίγουρα το “Sparta” (ας παινέψουμε και το σπίτι μας σε αυτή τη νέα αναφορά των Σουηδών στην πατρίδα μας) με το mid tempo και επικό χαρακτήρα του είναι στα κορυφαία του δίσκου. Μαζί του, στην «πρώτη γραμμή του πυρός», είναι το επίσης mid tempo και groove-άτο “The lost battalion”, το up tempo και μελωδικό heavy/power “Porke’s drift”, το πιο heavy κομμάτι του δίσκου και up tempo “Hill 3234”, το “Winged hussars” που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα γίνει fan-favorite και στα live τους θα προκαλεί πανικό, αλλά και το «αμαρτωλό» “The last battle” που κλείνει το δίσκο με τον πιο AOR/hard rock χαρακτήρα του και το κολλητικό ρεφραίν.

Όποιος ψάχνει να αγαπήσει τώρα τους SABATON, απλά δε θα το κάνει. Είναι τόσο απλό. Αν ήδη δε σου αρέσει η μπάντα, απλά δεν πρόκειται να αλλάξεις γνώμη με το “The last stand”. Από την άλλη, αν είσαι πιστός οπαδός, σίγουρα θα γουστάρεις και μάλιστα πολύ αυτό το άλμπουμ. Αν είσαι πιο… «κουλ» μαζί τους (η κατηγορία μου), θα πεις ότι είναι ωραίος δίσκος, μάλλον καλύτερος των δύο προηγούμενων, αλλά θα κρατήσεις και αυτό το «αλλά» που θα πάει στο ότι δε δίνει κάτι περισσότερο, αλλά έχει τα πολύ καλά κομμάτια. Για άλλη μια φορά πάντως, είναι δίσκος που κάνει τη δουλειά του, όμως «κορυφαίος» τους δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, κάτι που είναι δύσκολο άλλωστε όταν έχουν διαλέξει ένα αρκετά συγκεκριμένο και παρόμοιο μονοπάτι, χωρίς ιδιαίτερες διακλαδώσεις.

Υπερεκτιμημένοι; Ίσως, για πολύ κόσμο. Μπορεί να πει όμως κάποιος από την άλλη ότι τόσος κόσμος που τους ακολουθεί και μάλιστα με πάθος είναι «κουφός» και αυτός ακούει καλύτερα από εκείνους; Η μουσική είναι θέμα γούστου. Και οι SABATON έχουν βρει το «ευαίσθητο σημείο» (που λέει και ο ΛΕ.ΠΑ.) τόσου κόσμου, που μόνο μείον δεν είναι. Γιατί όσο και να τους «έσπρωξαν τα περιοδικά και οι εταιρείες» και οτιδήποτε έχει ακουστεί για να αιτιολογήσει την επιτυχία τους, για να ανεβαίνουν συνεχώς και να έχουν φτάσει ως εκεί και μάλιστα με σπασμένα τα φρένα, ε κάτι κλικάρουν σε πολύ κόσμο ρε διάολε. Αρκεί να βρεθείτε σε live τους στο εξωτερικό και σε festival για να δείτε τις αντιδράσεις του κόσμου, που στο τέλος είναι και ο μεγαλύτερος «κριτής».

7.5/10

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

Υ.Γ. Στις διάφορες εκδόσεις του άλμπουμ, υπάρχουν και 3 συνολικά διασκευές. Μέχρι τώρα έχω ακούσει τις δύο από αυτές. Και είναι και οι δύο μια χαρά! Ειδικά αυτή στο “Camouflage” του Stan Ridgway, που το έχουν φέρει τελείως στα μέτρα τους! Η δεύτερη, στο “All guns blazing” είναι μια χαρά επίσης, με τον (αποχωρήσαντα πλέον) Thobbe Englund να «σκίζει» το λαιμό του αλα Halford και να είναι πολύ καλός. Υπάρχει και μία τρίτη διασκευή, στο “Afraid to shoot strangers” των IRON MAIDEN.

Επίσης, στο “Blood of Bannockburn”, τις γκάιντες παίζει ο κύριος Jonas Kjellgren, ιδιοκτήτης των Black Lounge Studios στη Σουηδία, πρώην τραγουδιστής των CARNAL FORGE (από το 1997 ως το 2004), πρώην κιθαρίστας των CENTINEX (από το 1998 ως το 2006), αλλά και πρώην κιθαρίστας των SCAR SYMMETRY (από το 2005 ως το 2011).

Τέλος, η απαγγελία στο “Diary of an unknown soldier” ανήκει στον επίσης διακεκριμένο κύριο που ακούει στο όνομα Jon Schaffer (ICED EARTH).

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here