MACHINE HEAD – Studio report

0
136




 

Σκληρή Αστική Πραγματικότητα

 

Tα Jingletown Studios των GREEN DAY βρίσκονται σε μια ελάχιστα λαμπερή περιοχή του Oakland και στεγάζονται σ’ ένα ακόμη λιγότερο λαμπερό – σχεδόν γκρίζο – κτίριο. Μονάχα ένα χρωματιστό graffiti στον εξωτερικό τοίχο, αφήνει ίχνη ιδέας ότι κάτι δημιουργικό συμβαίνει πίσω από αυτά τα τσιμέντα. Το συγκεκριμένο μέρος λοιπόν επέλεξαν και νοίκιασαν οι MACHINE HEAD προκειμένου να ηχογραφήσουν το 7ο τους άλμπουμ, “Unto the locust”. Το ROCK HARD πέταξε μέχρι το Bay Area της Καλιφόρνια προκείμενου να ακούσει πρώτο τα νέα κομμάτια και να συνομιλήσει με τον εγκέφαλο της μπάντας, τον Robert Flynn.

 

Ο Robert Flynn δείχνει απίστευτα ενθουσιασμένος αν και η παραγωγή του “Unto the locust” δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Τριγυρνάει στο στούντιο, γελάει, αστειεύεται, κάνει σαματά, παίρνει θέση σε μια αναπαυτική γωνία στην κουζίνα και χαμογελάει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης. Σε κάποιον τρίτο είναι πασιφανές, πως ο άνθρωπος αισθάνεται ευτυχισμένος και χαρούμενος με το νέο δίσκο.

 

Machine Head 2Robert, πότε ξεκίνησες με τη σύνθεση νέων κομματιών;

Ήδη ενώ ήμασταν σε περιοδεία, είχα τις πρώτες ιδέες για riffs. Όταν τον Νοέμβριο του 2009 είχαμε 3 μήνες ελεύθερους στο πρόγραμμά μας, αποφάσισα να ξεκινήσω εντατικά με τη σύνθεση νέου υλικού. Μου έκανε καλό, μετά από 2,5 χρόνια ακατάπαυστων περιοδειών για το “The blackening”, να ασχολούμαι και πάλι με νέα μουσική. Γεγονός ωστόσο είναι ότι με εξαίρεση δύο riffs, όλα τα υπόλοιπα που έγραψα σε εκείνο το session ήταν απαίσια. Ήταν ένα δυνατό χτύπημα για εμένα. Όπως το βλέπω τώρα, οι πρώτες μου ιδέες ήταν περισσότερο μία αντίδραση στο υλικό του “The blackening”, με τα μακρά σε διάρκεια κομμάτια και τις χιλιάδες αλλαγές του, αφού στην ουσία ήταν σύντομα, άψυχα και χάλια. Πραγματικά χάλια. Αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2010 είχαμε και πάλι ένα κενό για διακοπές. Ήδη από τα μέσα Μαΐου όμως είχα βαρεθεί τη ζωή μου. Το μυαλό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί από μουσική. Ξεκίνησα λοιπόν με τη σύνθεση και από εκείνο το σημείο και μετά, δεν ξανακοίταξα πίσω μου. Η σύζυγός μου τα είχε πάρει άσχημα στο κρανίο, αφού κάθε φορά που καθόταν να μου μιλήσει, απαντούσα μ’ ένα άψυχο «ναι, ναι». Το μυαλό μου ήταν σταθερά αλλού. Στην πραγματικότητα ούτε καν άκουγα τι μου έλεγε. Η αλήθεια πάντως είναι ότι και ο Dave (McClain – τύμπανα) ανυπομονούσε να αρχίσουμε να τζαμάρουμε. Εν τω μεταξύ στο προβάδικό μας επικρατούσε το απόλυτο χάος. Ο εξοπλισμός μας ήταν χύμα πεταμένος και έφτανε μέχρι το ταβάνι. Για στήσουμε το drum set του δυσκολευτήκαμε αρκετά, πίστεψέ με, και χρειαστήκαμε τη βοήθεια αρκετών φίλων προκειμένου να σκαρφαλώσουμε τα βουνά. Με το που στήθηκαν όλα ήμασταν πλέον έτοιμοι και του δώσαμε να καταλάβει. Βασικά εκείνη την περίοδο έβραζα και με το ζόρι περίμενα να ξεκινήσουμε να τζαμάρουμε και να διαμορφώνουμε τα κομμάτια.

Πού εντοπίζεις εσύ προσωπικά τις διαφορές ανάμεσα στο “Unto the locust” και στα προηγούμενα 6 άλμπουμ των MACHINE HEAD;

Ο κόσμος δεν θα πρέπει να περιμένει ένα “The blackening 2”. Ο νέος δίσκος είναι μια φυσιολογική θα έλεγα εξέλιξη των τελευταίων δουλειών μας. Ο Bob Dylan είχε πει κάποτε κάτι πολύ σοφό: «η μουσική βρίσκει συχνά από μόνη της νέους δρόμους». Αυτή ήταν η δική μου φιλοσοφία όσον αφορά το “Unto the locust”. Δεν προσπαθώ να αλλάξω τον ήχο των MACHINE HEAD. Κι όμως οφείλει κάθε νέο άλμπουμ να ακούγεται φρέσκο, δυναμικό και διαφορετικό.

Συνεργαστήκατε για πρώτη φορά μ’ ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Πώς καταλήξατε σ’ αυτήν την απόφαση;

Στο δίσκο μπορείς να ακούσει και μια τρομπέτα σε φάση THE BEATLES. Η ιδέα ήταν δική μου και ήρθε στο μυαλό μου με το που τελείωσα τη σύνθεση του “Who we are”. Καθώς ηχογραφούσα μία demo εκδοχή του κομματιού, άκουγα παιδικές χορωδίες, μελωδίες και ένα τσέλο στο κεφάλι μου. Για καλή μας τύχη είχαν τα παιδιά των GREEN DAY γνωριμίες με ένα κουαρτέτο εγχόρδων, με το οποίο συνεργάστηκαν κι αυτοί στο πρόσφατό τους δίσκο. Το κουαρτέτο αυτό λοιπόν αποτελείται από 4 γυναίκες, οι οποίες ενθουσιάστηκαν απευθείας με την ιδέα, αφού δεν είχαν ξαναπαίξει σε κάποιο metal άλμπουμ. Πιστεύω ότι έπαιξαν πολύ όμορφα πράγματα.

Ας μιλήσουμε ξεχωριστά για το κομμάτι “The darkness within”. Δεν σ’ έχω ξανακούσει να τραγουδάς κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Το λατρεύω αυτό το τραγούδι. Είναι πολύ συναισθηματικό και προήλθε από μία αρκετά μελαγχολική φάση της ζωής μου. Έχει να κάνει με το πόσο πολύ αγαπάω τη μουσική και όλα τα πράγματα που σημαίνει αυτή για εμένα. Αρχικά τραγουδούσα με μια τρομερά χαμηλή χροιά, σε ύφος Johnny Cash ας πούμε, στην πορεία άλλαξα λίγο όμως το κομμάτι. Όταν τραγουδάω το συγκεκριμένο κομμάτι, δεν ταυτίζω τον εαυτό μου μονάχα με τους στίχους, αλλά και με την τέχνη, με την οποία τραγουδάω. Το κομμάτι είναι αρκετά σκοτεινό, με μια βαριά ατμόσφαιρα. Πάντα νιώθω άνετα όταν υπάρχει μία συγκεκριμένη δόση μελαγχολίας και μαυρίλας στο παιχνίδι. Ακούγεται παράξενο, ξέρω (γέλια). Η μουσική αυτή καθαυτή μπορείς να πεις ότι θυμίζει περισσότερο FOO FIGHTERS πάρα μία metal μπάντα. Αυτό είναι όμως και το πιο ενδιαφέρον μέρος όλων.Locust

Αναφορικά με τους στίχους τώρα, προσπάθησες να καταπιαστείς με νέα θέματα, να εξερευνήσεις νέους χώρους;

Ναι, με κάθε σιγουριά. Οι στίχοι τη φορά αυτή είναι ιδιαίτερα φωτογραφικοί. Τα λόγια για το “I am hell” τα είχα ήδη συλλάβει μέσα στο μυαλό μου, με το που ο Phil (Demmel, κιθάρα) είχε την ιδέα να γράψουμε ένα κομμάτι, το οποίο θα αναφέρεται σ’ έναν πυρομανή. Το έγραψα με τέτοιον τρόπο, σαν να μιλάει ο πυρομανής σε πρώτο πρόσωπο και να τραγουδάει. Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να συνδεθώ προσωπικά με το συγκεκριμένο. Οπότε έκατσα και μελέτησα λιγάκι σχετικά με τους πυρομανείς. Κατέληξα στο ότι οι άντρες βρίσκουν διέξοδο στη φωτιά από μίσος ή επιθυμία για εκδίκηση, ενώ αντίθετα οι γυναίκες κυρίως ύστερα από απογοήτευση… Eξαιτίας μια χαμένης αγάπης για παράδειγμα ή κάτι παρόμοιο. Βρήκα τρομερά ενδιαφέρον το θέμα και ήταν μια πρόκληση να γράψω τα πάντα μέσα από τα μάτια του ίδιου του πυρομανή. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σκοτεινό κομμάτι. Ολοκληρώνοντας τα τραγουδιστικά μέρη στο στούντιο, με έπιασε μια ανατριχίλα στην σπονδυλική μου στήλη. Γνώριζα ότι το αποτέλεσμα θα είναι συγκλονιστικό. Μέσα απ’ όλα τα άλμπουμ μας αναβλύζει στο τέλος ελπίδα… Στο “Unto the locust” πιστεύω ωστόσο ότι υπάρχει περισσότερη ελπίδα από κάθε άλλο δίσκο των MACHINE HEAD.

Ας μιλήσουμε λίγο και για τους στίχους του “Who we are”.

Ένας κολλητός μου, με έχωσε στον «κόσμο» του Bruce Springsteen. Μέχρι εκείνο το σημείο γνώριζα μονάχα δύο ή τρία κομμάτια του Bruce Springsteen, για τον απλό λόγο ότι ποτέ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα μαζί του. Πάντα πίστευα ότι το “Born in the USA” είναι ένα τρομερά πατριωτικό κομμάτι. Φυσικά και αγαπώ την Αμερική, δεν μου αρέσουν όμως καθόλου τα κομμάτια που μιλάνε γι’ αυτήν και περνάνε τέτοιου είδους μηνύματα προς τα έξω. Το βρίσκω τρομερά κολλημένο και γραφικό. Μελετώντας ωστόσο το κομμάτι και τους στίχους του, μου έγινε ξεκάθαρο πως πρόκειται για ένα αντιστασιακό κομμάτι, μία μαχαιριά στο αμερικανικό σύστημα και τις μεθόδους του. Μπίνγκο – έτσι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ. Όποτε παρακολουθώ τηλεόραση ή διαβάζω μία εφημερίδα, έχω πάντα την εντύπωση ότι αυτή δεν είναι η Αμερική στην οποία ζω. Ο Adam (Bruce, μπάσο), με τον οποίο συνομίλησα σχετικά με το κομμάτι, συμφώνησε μαζί μου ότι είμαστε το άλλο μέρος του αμερικανικού ονείρου. Από αυτές τις σκέψεις και ανησυχίες προήλθε το “Who we are”. Για εμάς ήταν σχετικά ξεκάθαρο από την αρχή ότι θέλουμε να ακούγονται και παιδιά μέσα στο κομμάτι. Ακόμη κι όταν έγραφα τους στίχους για το ρεφραίν, αναρωτιόμουν, πώς θα αισθάνεται ένα παιδί, γνωρίζοντας τι πραγματικά συμβαίνει στον πλανήτη και τι πρόκειται το ίδιο να αναλάβει μεθαύριο.

Machine Head 1Ποια παιδιά ακούμε λοιπόν;

Ακούγονται οι δυο γιοι μου. Ο ένας είναι 7 ετών, ο άλλος 4,5! Επιπλέον ακούγεται το παιδί του Phil καθώς και το παιδί ενός από τους μηχανικούς ήχου μας. Δεν ήθελα μία επαγγελματική παιδική χορωδία. Θέλαμε να ακούγεται σαν απλά παιδιά σχολείου, τα οποία τραγουδάνε λίγο και χάνουν ακόμη και τον τόνο. Θέλουμε να ακούγεται φυσικό και όχι φτιαχτό.

Εσύ και ο Adam (Bruce) είχατε τα προβλήματα σας κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας και δυστυχώς αυτό έγινε γνωστό. Σε τι φάση βρίσκετε τώρα;

Όλα είναι καλά. Η θεραπεία, που ακολουθούμε, δουλεύει. Τη συνεχίζουμε και προς το παρόν είμαστε μια χαρά.

Ποια τα πρώτα σου συναισθήματα για το “Unto the locust”; Πώς βλέπεις το μέλλον;

Συνεχίζω να είμαι πεινασμένος και να θέλω να κατακτήσω πράγματα. Υπάρχουν ακόμη τόσα πολλά πράγματα, που μπορούμε να πετύχουμε. Ελπίζω με το “Unto the locust” να κερδίσουμε πολλούς περισσότερους ακροατές απ’ ότι μέχρι τώρα. Δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι είμαστε ήδη μία μεγάλη και αναγνωρισμένη μπάντα, όταν όμως κάποιος βγαίνει σε περιοδεία με τους METALLICA για παράδειγμα, αναγκαστικά αναρωτιέται, «απίστευτο, κάποιος μπορεί πράγματι να γίνει τόσο μεγάλος και να κρατήσει την ταυτότητά του!».
Τον περασμένο Δεκέμβριο παίξατε με τους METALLICA εδώ στην πόλη σας, το Oakland. Πώς αισθάνθηκες προσωπικά;

Ένα όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ήταν μια απίστευτη συναυλία. Στο τέλος της βραδιάς πραγματικά έκλαψα.

 

 

Προακρόαση του δίσκου

Unto the locust

I am hell

Ο δίσκος ξεκινάει με διάφορες αντρικές χροιές να ακούγονται – μεθυστικές, αποβλακωμένες. Στη συνέχεια ξεκινάνε τα τύμπανα και οι κιθάρες σ’ ένα στακάτο τέμπο. Στις στροφές ο Rob Flynn περισσότερο φτύνει τους στίχους, παρά τραγουδάει. Το κομμάτι είναι old school thrash με μια δόση από punk, ενώ το ρεφρέν ακούγεται αρκετά μελωδικό, με σχεδόν καθαρά φωνητικά.

 

“Be still and know”

Δυνατά μπαίνει το κομμάτι μ’ ένα κιθαριστικό σόλο. Αυτό είναι mid-tempo σχετικά με πολλές στρώσεις μελωδικών, καθαρών φωνητικών στα ρεφραίν, σκληρότερες χροιές στις στροφές και ένα κλασσικό thrash – instrumental μέρος προς το τέλος.

 

Locust

Το πρώτο single έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 7 λεπτών και είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα και προοδευτικά κομμάτια, θυμίζοντας αρκετά το ύφος του “The blackening”. Εδώ θα ακούσετε όλα τα συστατικά, που θεωρούνται τυπικά και αναμενόμενα σ’ ένα κομμάτι MACHINE HEAD : κραυγές, δυναμικές κιθάρες, κοφτά μέρη, σόλο κι ένα επικό ρεφρέν.

 

“This is the end”

Ένα ήρεμο, σχεδόν mediterranean new age ακουστικό μέρος στην κιθάρα ανοίγει αυτό το υπερ-brutal και γρήγορο old school κομμάτι με κλασσικά riffs.

 

The darkness within

Ένα τρομερά σκοτεινό κομμάτι, το οποίο χαρακτηρίζει ο Rob Flynn ως «νέο έδαφος για τους MACHINE HEAD» και στη σύνθεση του οποίου ήταν και ο Phil αναμεμιγμένος. Υπάρχει και πάλι ένα μέρος με ακουστική κιθάρα και ωραία φωνητικά από τον Flynn, ενώ το ρεφρέν ίσως θυμίσει λίγο “The burning red” με μία ακόμη πιο βαριά νότα. Εδώ κυριαρχούν οι ατμοσφαιρικές mid tempo μελωδίες. Βασικά αυτό που ακούμε είναι περισσότερο rock, παρά metal.

Pearls for swine

Άλλο ένα κομμάτι από τους Rob & Phil, με βασικό του θέμα την εξάρτηση. Κυριαρχούν οι mid tempo Κιθάρες, οι οποίες στην πορεία όμως ανεβάζουν ταχύτητες και χώνουν άσχημα. Για μερικές στιγμές το κομμάτι λαμβάνει έναν metalcore χαρακτήρα. Προς το τέλος όμως γίνεται ένα κλασσικό MACHINE HEAD τραγούδι με καταπληκτικό ρυθμό και μελωδικό, σκοτεινό μέσο σημείο.

“Who we are”

Μια παιδική χορωδία ανοίγει το τραγούδι σε ύφος PINK FLOYD. “This is who we are, this is what I am, we have nowhere else to go” τραγουδούν τα παιδιά, πριν σκάσει ένα επιθετικό, γρήγορο μέρος, με κλασσικές MACHINE HEAD κιθάρες.

 

Συμπέρασμα

Το “Unto the locust” είναι λιγότερο προοδευτικό ως άλμπουμ, απ’ ότι θα περίμενε κανείς, ειδικά μετά το “The blackening”. Οι MACHINE HEAD χαράσσουν για ακόμη μία φορά το δικό τους δρόμο επιλέγοντας μία ζεστή, ξηρή και φυσική παραγωγή. Η συμμετοχή ενός κουαρτέτου οργάνων, μιας παιδικής χορωδίας, καθώς και πολλών, θλιμμένων, χαμηλών φωνητικών, δείχνουν τη διάθεσή τους για περαιτέρω πειραματισμούς με τον ήχο τους. Ταυτόχρονα όμως το κουαρτέτο από το Oakland δίνει στους οπαδούς του τόσο μεγάλες και ισχυρές δόσεις old school thrash metal, που ουδείς θα τολμήσει να τους αμφισβητήσει για δευτερόλεπτο. Οι MACHINE HEAD παραμένουν πιστοί στις ρίζες τους, δοκιμάζουν όμως νέα πράγματα. Ο δίσκος θα περιλαμβάνει συνολικά 9 κομμάτια. Κανένα τους δεν διαρκεί λιγότερο από 6 λεπτά, ενώ το μεγαλύτερο ξεπερνάει τα 8 λεπτά (8:15 για την ακρίβεια). Εμείς δεν ακούσαμε ένα ολόκληρο κομμάτι, μας είπαν ότι η τελική εκδοχή του “Who we are” θα ήταν λίγο διαφορετική από αυτό που παρουσιάστηκε σ’ εμάς, ενώ δεν ακούσαμε και το μελαγχολικό τραγούδι με το κουαρτέτο εγχόρδων και το πιάνο!

 

Συνέντευξη : Conny Schiffbauer

Μετάφραση : Μίλτος Λυμπιτσούνης

www.machinehead1.com
www.myspace.com/machinehead

Δισκογραφία
Burn My Eyes (1994)
The More Things Change (1997)
The Burning Red (1999)
Supercharger (2001)
Through The Ashes Of Empires (2003)
Hellalive (Live, 2003)
Elegies (DVD, 2005)
The Blackening (2007)
Unto The Locust (2011)

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here