A Day To Remember… 10/11 [RIOT]

0
65




 
 
 
 
OΝΟΜΑ ALBUM:Rock City‘ – RIOT
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1977
ΕΤΑΙΡΙΑ: Fire Sign Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Steve Loeb – Billy Arnell – Richard Alexander
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Guy Speranza
Κιθάρες – Mark Reale,  Lou A. Kouvaris
Μπάσο – Jimmy Iommi, Phil Feit   (‘Desperation’, ‘Rock City’, ‘Angel’)
Τύμπανα – Peter Bitelli
 
 
Με τους RIOT είχα πάντα μια σχέση λατρείας, την θεωρούσα και την θεωρώ μέχρι σήμερα από τις πιο υποτιμημένες μπάντες στο χώρο του heavy metal. Σίγουρα σε αυτό δεν συντέλεσε μόνο η κακή τύχη, που ήταν υπέρ αρκετή μέχρι σήμερα, αλλά και οι στραβές επιλογές. Σε αυτόν τον συνδυασμό οφείλεται προφανώς το ότι δεν τους δόθηκε δυνατότητα να διεκδικήσουν αυτό που δικαιωματικά, λόγο της ποιότητας  και της συνέπειας που έδειχναν από το ξεκίνημα τους,  θα τους άξιζε για την μέχρι τώρα παρουσία τους στον χώρο. 
Πάμε όμως στο προκείμενο που θα μας κάνει να γυρίσουμε  τον χρόνο πίσω ακριβώς στο σημείο που οι Αμερικάνοι εμφανίστηκαν στα μουσικά δρώμενα.  Σαράντα χρόνια πίσω λοιπόν για να τους βρούμε να κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους ‘Rock City’. Ένα πραγματικά εξαιρετικό πρώτο άλμπουμ και όμως τόσο αδικημένο μιας και  ο εν λόγω δίσκος κυκλοφόρησε αρχικά μόνο στην Ιαπωνία. Αυτός είναι ένας λόγος που οι Ασιάτες τρέφουν ακόμη και σήμερα μεγάλη εκτίμηση γι’ αυτό, αλλά και ο λόγος που δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα του άξιζε από τον υπόλοιπο κόσμο. Για χρόνια ήταν πραγματικά δυσεύρετο και μόνο οι επανεκδόσεις το 1993 αρχικά, αλλά κυρίως η πιο πρόσφατη του 2015 του έδωσε ίσως κάποια από την αξία που θα έπρεπε να έχει κερδίσει. Ας βρεθούμε λοιπόν στο μακρινό 1977 όπου θα βρούμε το μουσικό χάρτη να διαμορφώνεται, αρχικά από την έκρηξη του Heavy Metal και της punk στη Βρετανία αλλά και την έντονη δραστηριότητα γενικότερα στην λοιπή Γηραιά Ήπειρο σε πιο hard rock μονοπάτια. 
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού όμως από την από την άλλη, η Αμερική βρίσκεται ολίγον τι κοιμώμενη, με την κατάσταση κατά κύριο λόγο να βρίσκεται ακόμα σε πιο κλασικά blues rock μονοπάτια και τα βήματα προόδου προς την νέα εποχή να γίνονται με πολύ αργό ρυθμό. Ελάχιστες μπάντες τολμούν να παίξουν αυτό που ονομάζουμε hard n’ heavy ή να ακολουθήσουν NWOBHM δομές που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. 
Μέσα σε αυτές εμφανίζονται σχεδόν από το πουθενά μια παρέα πέντε φιλόδοξων μουσικών από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης, με το όνομα RIOT, που έρχονται να δώσουν κάτι πραγματικά φρέσκο και καινούριο, βάζοντας και αυτοί την σφραγίδα τους στην μουσική ανανέωση που θα γίνει σιγά σιγά στα Αμερικάνικα δρώμενα.  Το άλμπουμ κλείνει μέσα του όλα τα καινοτόμα συστατικά που κάνουν τους RIOT να ξεχωρίσουν τότε. Διαθέτει κομμάτια με υπερηχητική ταχύτητα, μια σφιχτή δομή, μια πάρα πολύ καλή παραγωγή για την εποχή και ένα πολύ δεμένο μουσικό σύνολο, πράγματα που ήταν έξω από τα συνηθισμένα για τα περισσότερα σχήματα της χώρα τους, που βρίσκονταν ακόμα μάλλον στην χίπικη νοοτροπία. Ηχητικά κατορθώνουν να παντρέψουν τις πιο blues rock δομές που διακρίνουν τα Αμερικάνικα σχήματα, με την hard n’ heavy νοοτροπία των αντίστοιχων Βρετανικών και Ευρωπαϊκών και το αποτέλεσμα είναι μια άκρως επιτυχημένη μίξη της hard rock των 70’s με στοιχεία blues και heavy metal ενώ δεν λείπει και ένα ξερό μελωδικό ύφος που κοιτάει ξεκάθαρα σε συγκροτήματα που συνδέονται άμεσα με την άνθιση του  ΝWOBHM. Πραγματικά αρκετοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν ακούγοντας το συγκεκριμένο άλμπουμ , για το αν πρόκειται για μια hard rock ή heavy metal δουλειά. Η πραγματικότητα είναι πως γενικά περιλαμβάνει και τις δύο εκδοχές αφού τα κομμάτια του κινούνται τόσο στο ένα στυλ όσο και στο άλλο, προσφέροντας μας αρκετές εξαιρετικές συνθέσεις. Το heavy metal είναι ξεκάθαρο στα εκπληκτικά ‘Warrior’ και ‘Overdrive’ που φλερτάρουν ακόμα και με το ούτε καν ιδέα τότε speed, υπέροχο και το ‘Heart Of Fire’ σε NWOBHM μονοπάτια, φανταστικό το με AOR διάθεση τύπου BOSTON ‘Tokyo Rose’ ενώ εξαιρετικά είναι και τα πιο hard rock ύφους ‘Angel’ και ‘Rock City’. 
Στο εκτελεστικό κομμάτι, υπάρχει πραγματικά μια συνολικά πολύ καλή απόδοση, με τον συγχωρεμένο Guy Speranza πίσω από το μικρόφωνο να ταιριάζει ιδανικά σε αυτή την θέση στην αρχική αυτή μορφή της μπάντας, προσφέροντας μας εξαιρετικές ερμηνείες. Ο αρχηγός και δυστυχώς και αυτός μακαρίτης Mark Reale δείχνει από τότε πως πρόκειται για έναν βιρτουόζο κιθαρίστα, συνεπικουρούμενος όμως από τον Ελληνικής καταγωγής L.A.Kouvaris ο οποίος στέκεται επάξια δίπλα του στις κιθάρες, δημιουργώντας ένα πολύ καλό δίδυμο. Αξίζει πραγματικά να διαβάσετε την συνέντευξη που είχε κάνει ο Γιώργος Κουκουλάκης, στο Rockhard.gr, στα πλαίσια του αφιερώματος του πέρσι στους RIOT με τον L.A.  Kouvaris, για την πρώτη αυτή περίοδο της μπάντας. 
Σε υψηλά στάνταρ κυμαίνεται και το rhythm section με τον Peter Bitelli στα τύμπανα να συνεργάζεται άψογα είτε με τον Jimmy Iommi που παίζει το μπάσο στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, είτε με τον Phil Feit που παίζει μόνο στα τρία κομμάτια που έχει συνθετική συμμέτοχή. Η πολύ καλή παραγωγή δεδομένου μπάτζετ και περιόδου είναι μια τριπλή συνεργασία των Steve Loeb, που ήταν και ο ιδιοκτήτης των στούντιο που έγινε η ηχογράφηση, Billy Arnell και Richard Alexander. Τέλος το εξώφυλλο με την κουκουβάγια που πρωταγωνίστησε στα τρία πρώτα άλμπουμ της μπάντας με πιο γνωστό φυσικά αυτό του τεράστιου ‘Fire Down Under’, είναι δια χειρός Steven Weiss. Το ‘Rock City’ μπορεί σήμερα να μοιάζει πολύ μακρινό σε σχέση με αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας για τους RIOT, είναι όμως ένα εξαιρετικό ξεκίνημα και σίγουρα του αξίζει η αναγνώριση, έστω και αργοπορημένα όπως και στην ίδια την μπάντα. Θα κλείσω απλά το κείμενο αυτό λέγοντας πως το εν λόγω άλμπουμ, είναι ιδανικό για κάθε μουσικόφιλο κλασσικής heavy metal παιδείας, αλλά και για αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν τις ρίζες της αγαπημένης τους μουσικής.
 
Did you know that:
– Ο μπασίστας Phil Feit που παίζει και συνυπογράφει τρείς συνθέσεις του δίσκου, στην πορεία συνεργάστηκε με τους Billy Idol, Joan Jett & The Blackhearts και Adam Bomb.
– Τα πλήκτρα του δίσκου παίζει ο Steven Costello, που ήταν πρώην μέλος της μπάντας και απλά δούλεψε σαν session μουσικός στο ‘’Rock City’’, του πιστώνεται δε και συμμετοχή στην σύνθεση του ‘’Warrior’’, όμως παρ’ όλα αυτά δεν αναγράφεται η παρουσία του στα credits του δίσκου.
 
Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here