A Day To Remember… 16/05 [SABBAT]

0
82

ΑΛΜΠΟΥΜ: “Dreamweaver (Reflections of our yesterdays)”
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1989
ΕΤΑΙΡΙΑ: Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roy Rowland, Karl Walterbach
ΣΥΝΘΕΣΗ: Martin Walkyier – φωνητικά
Andy Sneap – κιθάρες
Simon Jones – κιθάρες
Frazer Craske – μπάσο
Simon Negus – ντραμς

Σηκωθείτε από σκαμπό, καρέκλες, σταματήστε ότι κάνετε, κατεβάστε σβέρκο, πάρτε λεξικό Αγγλικών, πέστε στα γόνατα, προσκυνήστε και σηκώστε δάδες για το τελετουργικό, έχουμε γιορτή σήμερα. Και τι γιορτή, 30 χρόνια από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το δεύτερο και καλύτερο άλμπουμ των ούγκανων SABBAT με τίτλο “Dreamweaver” όπως το μάθαμε οι περισσότεροι, ενώ έχει και τον υπότιτλο “Reflections of our yesterdays” που αρκετοί αγνοούν. Μετά από το καταπληκτικό ντεμπούτο “History of a time to come” που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1988 –και συγκεκριμένα το Γενάρη-, το συγκρότημα χωρίς να χάσει ιδιαίτερο χρόνο και όντας σε φοβερή φόρμα και δημιουργικό οίστρο, μπήκε ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσει το δεύτερο άλμπουμ του. Απόφαση ήταν στιχουργικά να κινηθεί γύρω από μία ενιαία ιστορία, άμεσα επηρεασμένη από το βιβλίο του Brian Bates με τίτλο “The way of wyrd”. Ο ηθικός αυτουργός Martin Walkyier, ως τραγουδιστής και στιχουργός του σχήματος, αποφάσισε λόγω και της δικής του θρησκευτικής πεποίθησης –δηλωμένος παγανιστής γαρ- να αναφερθεί σ’ αυτή την τάση γνωστή Αγγλιστί ως Wyrdism, όπου η λέξη wyrd προέρχεται από την αρχαïκή λέξη weird κι έχει κατά πολύ να κάνει με το πεπρωμένο και την τελική μοίρα κάποιου, ενώ εμπεριέχονται και στοιχεία Αγγλοσαξονικού πνευματισμού, Κελτικού μυστικισμού και φυσικά Παγανισμού στο απώτερο άκρο.

Η ιστορία έχει να κάνει με έναν Χριστιανό ιεραπόστολο ονόματι Wat Brand, ο οποίος κατάγεται από τη Βόρεια Αγγλία και μία χιλιετηρίδα πριν, έχει σταλεί στη Νότια Αγγλία για να μάθει για το παγανιστικό σκεπτικό των νότιων Αγγλοσαξόνων και με σκοπό να μπορέσει να σκεφτεί ποιος είναι ο σωστότερος τρόπος να τους μετατρέψει σε Χριστιανούς (“The clerical conspiracy”). Ο Brand έχοντας αποδεχθεί την αποστολή, ταξιδεύει μέσω θαλάσσης προς τη Νότια Αγγλία και οι σκέψεις του τον γεμίζουν κατά το ταξίδι του, όπου αναλογίζεται τι κίνδυνοι μπορεί να υπάρχουν και αν έχει πάρει την σωστή απόφαση (“Advent of insanity”). O Brand φτάνει στο Νότο κι ενώ περιμένει τον οδηγό του για να του δείξει τα κατατόπια, αποκοιμάται και υποφέρει από εφιάλτες όπου για πρώτη φορά συναντά τα παγανιστικά πνεύματα. Τα πνεύματα προσπαθούν να καταλάβουν τις προθέσεις του και αν προσπαθεί με τα έργα του να καταστρέψει τους παλιούς θεούς, ενώ σύμφωνα με τον Walkyier, ένα από τα πνεύματα είναι το κεφάλι ενός μαύρου αλόγου πάνω σε ένα πάσαλο τοτέμ σε ένα ξέφωτο του δάσους (“Do dark horses dream of nightmares?”). To επόμενο πρωινό μετά τον εφιάλτη, ο Brand συναντά τον οδηγό του ονόματι Wulf, ο οποίος τον επιπλήττει για τα Χριστιανικά του πιστεύω.


Σύμφωνα με τον Walkyier, ο Wulf λέει στον Brand ότι «αν θέλεις να μάθεις, τότε δε μπορείς απλά να αναφέρεις τα πνεύματα και τον κόσμο τους, αλλά θα πρέπει να τα συναντήσεις μόνος σου πρόσωπο με πρόσωπο. Τα πνεύματα θα σου δώσουν όλη τη γνώση που θέλεις, αλλά μόνο αν έχεις το σθένος να το υποστείς. Πρέπει να ρισκάρεις την ίδια σου τη ζωή στο να τα συναντήσεις. O Brand πιστεύει ότι ο Wulf θα του δείξει το δρόμο, αλλά στην πραγματικότητα, ο Wulf είναι ένας σαμάνος ιερέας (“The best of enemies”). Στην συνάντηση με τα πνεύματα, ο Brand έρχεται αντιμέτωπος με τη θέληση των πνευμάτων να πολεμήσουν για την επιβίωση τους, με τον υπαρκτό φόβο να αντικατασταθούν από το Χριστιανισμό προ των πυλών. Ο Walkyier αναφέρει ότι ο Brand χάνει την ψυχή του από τα πνεύματα που του την κλέβουν στο τέλος του κομματιού και πρέπει ο ίδιος να ετοιμαστεί για ένα ταξίδι στον κόσμο τους για να την πάρει πίσω, έχει μόλις δύο μέρες να την πάρει πίσω, αλλιώς η ζωή του θα τελειώσει (“How have the mighty fallen?”). Στη συνέχεια ο Brand ταξιδεύει στον κόσμο των πνευμάτων και ο Brand χορεύει γυμνός μπροστά από δύο φωτιές που ονομάζονται wildfires (“Wildfire”). 

Τέλος, ο Brand συναντά την ψυχή του, η οποία είναι μία γυναίκα (!), με τον ίδιο να μην ξέρει ότι μόλις συνάντησε την ψυχή του και της λέει ότι ήρθε να μάθει το δρόμο του Wyrd-ισμού και της δύναμης της φύσης. Αυτή του λέει ότι δε χρειάζεται να ψάξει περαιτέρω, καθώς η ίδια είναι η ψυχή του και στην επιστροφή του στον υλικό κόσμο θα ξέρει όλα όσα ήθελε να μάθει. Έτσι τελικά τελειώνει η αποστολή του, με τον Brand να αναφέρει ότι ήταν ένα «ταξίδι ενδοανακάλυψης» στην προσπάθεια του να αλλαξοπιστήσουν οι Παγανιστές (“Mythistory”). Όσον αφορά αυτό καθαυτό το περιεχόμενο, μιλάμε για καταστροφικό thrash στο πλέον ξεχειλωμένο από κάθε μουσική –δομική και μη- άποψη. Δύο κομμάτια ξεπερνούν τα 8’, άλλα δύο φτάνουν σχεδόν τα 7’, ριφφοσειρές εξαπολύονται από παντού, με τους Andy Sneap και Simon Jones να κεντάνε καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, ενώ πολλάκις ο μπασίστας Fraser Craske ακολουθεί με το μπάσο του τα riff δίνοντας το απαραίτητο μπούκωμα και χώρο στον φρενήρη ντράμερ Simon Negus να διαλύσει τα πάντα, με αγνό παλαιάς κοπής κοπάνημα. Όσο για τον ίδιο τον Walkyier τι να πει κανείς. Με αυτό το «αγαπάς να το μισείς» τραγουδιστικό του στυλ, και φυσικά με την κλασσική του άρθρωση όπου το «Σ» ακούγεται «Θ» (θεόθεος), κλέβει την παράσταση.

Το άλμπουμ φυσικά και προκάλεσε πάταγο, ενώ η προσθήκη του Jones από τους αδικοχαμένους ήρωες HOLOSADE (να τσεκάρετε όπως και δήποτε το κορυφαίο “Hell house”) έδωσε στον Sneap ελευθερία να γράψει ακόμα απαιτητικότερο υλικό. Οι SABBAT κατάφεραν να γευτούν επιτυχία με τον δίσκο αυτό, επιτυχία που δεν αποτυπώθηκε σε τρελές πωλήσεις, αλλά σε ένα cult επίπεδο με αρκετούς οπαδούς να τους βγάζουν το καπέλο και να θεωρούνται ως μία από τις μπάντες που τράβηξαν στο υπέρτατο άκρο το μουσικό τους σκεπτικό. Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν έπαιξε κανείς όπως αυτοί, ενώ η συνέχεια έφερε συγκρούσεις και το αποτέλεσμα μετά τη φυγή του Walkyier ήταν το πολύ καλό αλλά αγνοημένο “Mourning has broken”. Ο ίδιος ο κοντός σχηματίζοντας τους SKYCLAD, πάτησε πάνω στο μοτίβο των “History of a time to come”/”Dreamwaver” στα δύο πρώτα διαμάντια των Ουρανοντυμένων (“The wayward sons of mother earth”/”A burnt offering for the bone idol”), τα οποία γεροί να είμαστε πρώτα από όλα και θα τα αναλύσουμε το συντομότερο δυνατόν όπως τους αξίζει. Μακάρι να είχαμε άλμπουμ ανάλογης σχιζοφρένειας και αισθητικής όπως το “Dreamweaver” τη σήμερον ημέρα. Ο κόσμος μας θα ήταν κατά πολύ καλύτερος (και δυσαρμονικότερος).
Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here