FORTRESS UNDER SIEGE interview (Fotis Sotiropoulos)

0
704

“Fortress of power”

Οι power metallers FORTRESS UNDER SIEGE αποτελούν σταθερή αξία στο εγχώριο power metal και αναπόσπαστο κομμάτι μιας σκηνής που ολοένα και μεγαλώνει, βγαίνοντας έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Με το τέταρτο τους άλμπουμ ονόματι “Envy” στην αγορά, τρία χρόνια μετά από έναν δυνατό προκάτοχο, οι FUS δηλώνουν παρόν δείχνοντας να έχουν ξεπεράσει τις δυσκολίες με το line up που αποτελούσαν τροχοπέδη για πολλά χρόνια. Με τον αέρα ενός ανερχόμενου γκρουπ που βρίσκεται στην ακμή του, το συγκρότημα και ο κιθαρίστας και βασικός τους συνθέτης Φώτης Σωτηρόπουλος μας μίλησε για το που βρίσκονται οι FORTRESS UNDER SIEGE τώρα, σε τι στοχεύουν και πως γράφουν μουσική.

Νέο άλμπουμ λοιπόν για τους FUS, τρία περίπου χρόνια μετά το πολύ καλό “Atlantis”. Έχετε βρει απ’ ότι φαίνεται έναν ρυθμό και ένα momentum, ύστερα από το διάλλειμα που μεσολάβησε μετά το “The mortal flesh of love”. Και τώρα επιστρέφετε με ένα ακόμα trademark άλμπουμ. Πείτε μας λίγο τι διαμεσολάβησε, τι πορεία ακολούθησε η μπάντα μετά το “Atlantis” και πως διατηρείτε όντως αυτό το momentum; Είχαμε και μια πανδημία κιόλας…
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε παλιότερα ήταν η δυσκολία στην σταθεροποίηση τής σύνθεσης της μπάντας, με τη θέση τού τραγουδιστή να αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα μας. Σκέψου μόνο ότι από το 2011 που κυκλοφόρησε το “The mortal flesh of love” μέχρι το 2020 που κυκλοφόρησε το “Atlantis”, πέρασαν από τη μπάντα πέντε τραγουδιστές. Πλέον αυτό το πρόβλημα λύθηκε με τον Τάσο να παγιώνεται στη θέση τού τραγουδιστή και να αποτελεί την αιχμή τού δόρατος της μπάντας. Κατά τα άλλα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας προβάραμε εντατικά για να μπούμε στο στούντιο πανέτοιμοι και αυτήν την στιγμή ολοκληρώνουμε τις πρόβες για να ξεκινήσουμε την προώθηση τού “Envy” μέσω ζωντανών εμφανίσεων.

Ο δίσκος ακούγεται στα αυτιά μου αρκετά πιο συμπαγής και κοντά στις ρίζες ενός στακάτου heavy/power metal. Οι συνθέσεις είναι αρκετά πιο μεστές απ’ ότι στο “Atlantis” και ο δίσκος φτάνει στα 45 λεπτά με δέκα συνθέσεις χωρίς κάποιο intro ή μακροσκελές κομμάτι. Πως προσεγγίσατε το κομμάτι της σύνθεσης για το “Envy” και έχετε όντως μια κάπως πιο λακωνική προσέγγιση τώρα;
Δε νομίζω ότι άλλαξε η προσέγγιση μας στο “Envy”, πάντοτε προσπαθούσαμε να είμαστε λακωνικοί και περιεκτικοί ακόμα και όταν αισθανόμαστε ότι είχαμε περισσότερα να πούμε.

Στο “Εnvy” πιστεύω επίσης πως πρωταγωνιστούν τα επικά μελωδικά ρεφραίν περισσότερο από ποτέ. Είναι πιο καλογραμμένα, μεταδοτικά και «σκάνε» εκεί που πρέπει. Πώς αλήθεια έχετε εξελιχθεί ως τραγουδοποιοί όλα αυτά τα χρόνια; Σε τι δίνετε έμφαση όταν γράφετε ένα τραγούδι και ποιο το όραμα που είχατε για το νέο άλμπουμ;
Πάντοτε προσπαθούσαμε για το καλύτερο αποτέλεσμα χωρίς εύκολες και γρήγορες λύσεις, αυτό είναι κάτι που δεν άλλαξε ποτέ και ούτε πρόκειται. Το μόνο που έχει αλλάξει με τα χρόνια είναι ότι τώρα όλα γίνονται ευκολότερα λόγω εμπειρίας. Αυτό σηματοδοτεί και την εξέλιξη μας μουσικά και ο στόχος μας είναι τα τραγούδια να αρέσουν πρώτα σε εμάς. Το όραμά μας ήταν και θα είναι η δημιουργία ποιοτικής μουσικής χωρίς εκπτώσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, εντύπωση μου έκανε το “Disobey” που έχει εναλλαγές και έναν πιο ενεργό ρόλο στα πλήκτρα. Πως καταφέρνετε να αναμειγνύετε το ευθύ και επικό heavy/power με το πιο prog σκέλος χωρίς να ακούγεται παράταιρο;
Το μυστικό της ζωής είναι η ποικιλία. Αυτό δεν είναι απλά μία φράση, χρειάζεται βαθιά κατανόηση και αποτελεί στάση ζωής. Είχα διαβάσει πριν μερικά χρόνια μία συνέντευξη τού Jeff Waters, τον οποίον όχι απλώς σέβομαι και εκτιμώ ως μουσικό αλλά θαυμάζω απεριόριστα και τον θεωρώ ως έναν από τούς επιδραστικότερους κιθαρίστες-συνθέτες της heavy metal μουσικής, στην οποία είπε ότι δεν ακούει μουσική άλλων για να μην επηρεάζεται στην σύνθεση των τραγουδιών του. Δεν πίστευα αυτό που διάβαζα. Πώς ένας μουσικός τέτοιου βεληνεκούς ξεστόμισε κάτι τόσο ατυχές. Αυτό που είπε ο Jeff Waters είναι ο δρόμος για τον μουσικό σου θάνατο. Ο δρόμος προς την απόλυτη επανάληψη. Εγώ πέθαινα για τούς καλούς MANOWAR, πέθαινα και για τούς καλούς DREAM THEATER. Άκουσα το “Rage for order” και ήθελα να παίξω έτσι. Μετά άκουσα το “Conspiracy” και ήθελα να παίξω και έτσι. Ήθελα και θέλω να παίζω όπως αυτοί που μού αρέσουν, όσο διαφορετικοί κι αν είναι μεταξύ τους. Ακούω συνεχώς μουσική και ψάχνω κάθε φορά κάτι να με συγκινήσει και να με επηρεάσει, έτσι ώστε να γεννήσω κάτι νέο.

Έχετε φανταστεί ποτέ να γράψετε ένα πιο καθαρόαιμο progressive άλμπουμ με μακροσκελή κομμάτια;
Δεν μπορούμε να κάνουμε προγραμματισμό όσον αφορά την σύνθεση τής μουσικής, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά δε γίνονται κατά παραγγελία. Ότι μάς προκύπτει μουσικά, το ηχογραφούμε και υπάρχει στους δίσκους μας. Οι δύο πρώτες κυκλοφορίες μας ήταν στην κατεύθυνση που περιγράφεις, σαφώς πιο progressive και μεγαλύτερες σε διάρκεια συνθέσεις, άρα προφανώς και το έχουμε φανταστεί.

Το power metal των FUS είναι αναμφίβολα guitar driven. Τι ρόλο παίζουν τα πλήκτρα και ποια η συμβολή του Γιώργου Γεωργίου στο τελικό σύνολο και ειδικά στο “Envy”;
Ο Γιώργος είναι σπουδαίος μουσικός, είμαστε μαζί από την αρχή και συμμετέχει συνθετικά από το “The mortal flesh of love”. Τα πλήκτρα του πάντα δίνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στη μουσική τής μπάντας και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Η διαδικασία στους δύο τελευταίους δίσκους έχει ως εξής: τού δίνω το demo τού δίσκου έτοιμο και αυτός θα συνθέσει και θα ενορχηστρώσει τα πλήκτρα του, τα οποία μετά θα κουβεντιάσουμε μαζί. Παλιότερα βρισκόμασταν μαζί και συνθέταμε επί τόπου τα θέματα των πλήκτρων, έτσι γράψαμε όλα τα πλήκτρα τού “Phoenix rising”. Πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο.

Την παραγωγή του “Envy” ανέλαβε για άλλη μια φορά ο Fotis Bernardo και ομολογώ πως είναι ίσως η πιο συμπαγής στη μέχρι τώρα δισκογραφία των FUS. Πως βλέπετε την εξέλιξη αυτή;
Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, ο Φώτης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το όγδοο μέλος της μπάντας, γιατί το έβδομο το αποτελεί ο manager μας Γιάννης Νικολακόπουλος. Είναι αυτός που καθορίζει τον ήχο μας και αυτός που την ύστατη ώρα, θα τελειοποιήσει οτιδήποτε χρειαστεί στο studio, παικτικό, συνθετικό ή ενορχηστρωτικό. Η απαρχή της συνεργασίας μας καθόρισε ριζικά την ηχητική μας ταυτότητα και άρα, τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό. Κάθε νέο άλμπουμ μαζί του είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός και το “Envy” είναι ότι τελειότερο ηχητικά έχουμε να παρουσιάσουμε ως τώρα.

Έχετε σκεφτεί ποτέ να συμπεριλάβετε κάποια στοιχεία μοντέρνου metal όπως για παράδειγμα djent groove, χαμηλά κουρδίσματα και death growls;
Τα πολύ χαμηλά κουρδίσματα με ενοχλούν, γιατί η κιθάρα μπερδεύεται συχνοτικά με το μπάσο και γίνεται σούπα. Ένα ημιτόνιο ή ένας τόνος χαμηλότερα είναι νομίζω ιδανικά. Τα death growls τα αντιπαθώ επίσης εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήθελα όμως να μπουν στο φινάλε τού “Disobey”, το είχα κάνει στο demo του και μού άρεσε πολύ. Το ζήτησα από τον Τάσο και τον Φώτη να το κάνουν αλλά δυστυχώς με έγραψαν φαντάζεσαι πού κι εγώ μετά βαρέθηκα να βρω κάποιον άλλον να το κάνει, οπότε έληξε άδοξα η προσπάθεια.

Κάπου διάβασα πως για το “Disobey”, αποπειράθηκες, αφού αρνήθηκε ο Λάζαρης, να κάνεις στο τέλος ένα death growl αλλά δεν σου βγήκε. Θα δίνατε μήπως στο μέλλον μερικές guest εμφανίσεις σε διάφορους ρόλους;
Εγώ αποπειράθηκα να το κάνω όπως αναφέρω παραπάνω και κοντέψαμε να πνιγούμε όλοι, εγώ από τον βήχα και οι άλλοι από τα γέλια. Τίποτε δεν αποκλείεται στο μέλλον.

Αποτελείτε αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης ελληνικής power metal σκηνής που βρίσκεται σε άνθηση. Ποια η θέση σας στις επάλξεις της κατά τη γνώμη σας και ποια τα καίρια χαρακτηριστικά της, μουσικά και μη; Επ’ αυτού, πόσο ενδεχομένως σας περιορίζει η γεωγραφική κατανομή ειδικά στην προσπάθεια σας να ανοιχτείτε προς ένα κοινό έξω από την Ελλάδα;
Η Ελλάδα είναι μία σοβαρή και υπολογίσιμη δύναμη στο power metal. Εμείς από τη μεριά μας, προσπαθούμε να σταθούμε επαγγελματικά διεθνώς σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον και νομίζω ότι τα καταφέρνουμε επάξια. Το προϊόν που παρουσιάζουμε είναι άκρως ανταγωνιστικό, η εταιρία μας είναι μία από τις πιο ανερχόμενες στον ευρωπαϊκό χάρτη. Το σημείο κλειδί όμως βρίσκεται στις ζωντανές εμφανίσεις. Αν δεν παίξεις, δεν υπάρχεις ουσιαστικά. Και αυτό είναι και το δυσκολότερο σημείο της εξίσωσης που ονομάζεται συγκρότημα με επαγγελματικό προσανατολισμό, διότι απαιτεί εκτός από τεράστια έξοδα και πολύτιμο χρόνο. Όσοι λοιπόν μπορούν να το κάνουν, έχουν πιθανότητες, εν αντιθέσει με όλους τούς υπόλοιπους. Εμείς πλέον επενδύουμε όσο μπορούμε στις ζωντανές εμφανίσεις, προσπαθώντας να υπερβαίνουμε τον στενό γεωγραφικό χώρο της πατρίδας μας όποτε μάς δίνεται η ευκαιρία. Σίγουρα αν ζούσαμε στην κεντρική ή βόρεια Ευρώπη θα ήταν λίγο ευκολότερα τα πράγματα, αλλά πλέον δεν ψάχνουμε δικαιολογίες.

Σε συνέχεια αυτής της ερώτησης, βλέπω πως έχετε κλείσει τη θέση των co-headliners για το φεστιβάλ Helm fest στη Γερμανία για τον Αύγουστο του 2024. Τι ελπίζετε να επιτύχετε και ποια όντως η ανταπόκριση του γερμανικού κοινού;
Θα είναι η πρώτη μας εμφάνιση επί γερμανικού εδάφους, εκτός και προκύψει κάτι άλλο νωρίτερα. Την περιμένουμε με ανυπομονησία γιατί η Γερμανία αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη αγορά για εμάς. Πιστεύουμε και ευχόμαστε να φύγουμε με τις καλύτερες αναμνήσεις.

Τα βίντεο των πρώτων singles γυρίστηκαν από τον Bob Katsionis για την Progressive vision group. Μπορείτε να μας πείτε μερικά πράγματα για τη συνεργασία αυτή; Τα βίντεο σας έχουν αποκτήσει επίσης και έναν χαρακτήρα ακριβότερης παραγωγής…
Έχουμε μια διαχρονική συνεργασία με τον Μπάμπη και ήμασταν πάντοτε ευχαριστημένοι, αυτήν τη φορά όμως ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας. Κατά τη γνώμη μου έπαιξε καταλυτικό ρόλο η προσθήκη τού Αλέξη Χαριτάκη στην ομάδα της Progressive vision. Πιστεύω ότι εφεξής τα παιδιά θα κάνουν, κάνουν ήδη, σπουδαία πράγματα και πιστεύω ότι το αξίζουν απόλυτα.

Αφήνω την κατακλείδα σε σας.
Υγεία, τύχη και πολλή μουσική!

Φίλιππος Φίλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here