A Day To Remember… 18/09 [CORONER]

0
93

ΟΝΟΜΑ ALBUM: “No more color” – CORONER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1989
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noise Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Pete Hinton & Coroner
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ
Φωνητικά/Μπάσο – Ron Royce
Κιθάρες – Tommy T. Baron
Τύμπανα – Marquis Marky
 
Ο μεταλλικός ήχος μπορεί –και κυρίως δικαιούται- αυτή τη φορά λίγο περισσότερο από κάποιες άλλες, να γιορτάσει θριαμβευτικά την επέτειο 30 ετών από ένα άλμπουμ που άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου κι όχι απλά καλογέρασε, αλλά έμεινε ως φάρος που οδηγεί μπάντες και υπόλοιπα άλμπουμ στην παντοτινή γη της επαγγελίας. Οι CORONER, διότι περί ποιών άλλων αψεγάδιαστων ΠΑΙΧΤΑΡΑΔΩΝ ο λόγος, θα έβγαζαν εν έτει 1989 το τρίτο τους άλμπουμ μέσα σε 27 μήνες (!) και θα όριζαν το μέλλον τους σαν μπάντα, απόλυτα σεβόμενοι το παρελθόν τους. Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, “R.I.P” (1987) και “Punishment for decadence” είχαν ήδη φροντίσει να τους τοποθετήσουν σε μία άτυπη ελίτ, μία ελίτ όπου το Ελβετικό τρίο των Marquis Marky (Markus Edelmann) στα τύμπανα και τους στίχους, Tommy T. Baron (Thomas Vetterli) στις κιθάρες και Ron Royce (Ronald Broder) σε μπάσο και φωνή, θα έθεταν νέες βάσεις όχι απλά για τη δική τους μουσική αλλά και για ένα ολόκληρο είδος μέσα από μία κατηγορία διαφορετική. Αν και ο όρος τεχνικό thrash μπορεί να ξενίζει και όλοι μας να επιζητούμε τα σούτια του “Reign In Blood” για παράδειγμα, εντούτοις οι τρείς σωματοφύλακες της μεταλλικής αισθητικής στο σύνολο της φρόντισαν να κάνουν τη διαφορά μέσα από την απλότητα.

Το “No more color” ξεχώριζε σε όλα σε σχέση με το παρελθόν. Ακόμα κι από αυτό καθ’ αυτό το εκπληκτικό εξώφυλλο και τις αντιθέσεις που προκαλούσε. Έχεις έναν δίσκο που τιτλοφορείται «Όχι άλλο χρώμα» με έναν τύπο στο εξώφυλλο σε πλήρη απόγνωση που ξεκάθαρα έχει χάσει κάθε ελπίδα, το βλέπεις και σου μένει για πάντα ανεξίτηλο, κι από την άλλη έχεις ένα περιεχόμενο που μοιάζει ελπιδοφόρο σαν ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, που διώχνει τη μαυρίλα γύρω σου γεμίζοντας χρώματα τη ζωή σου και σίγουρα ανακτάς την ελπίδα για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ναι, για τέτοιο θεούργημα μιλάμε εδώ πέρα. Οι CORONER κάνουν μία πολύ μεγάλη μαγκιά κατά τη γνώμη μου, πέρα του ότι η μουσική τους σταμάτησε να είναι ΜΟΝΟ ΘΡΑΣ στη λογική. Πρόκριναν τη ρυθμική βάση των Royce/Marky περισσότερο, κι έτσι σε σχέση με τα δύο πρώτα άλμπουμ, εδώ δεν είχαμε one man show από τον Vetterli, ο οποίος φυσικά και πάλι κλέβει την παράσταση με ακόμα πιο ευρηματικά riff, με ακόμα πιο ευφάνταστα σόλο και παραμένει το σήμα-κατατεθέν της μπάντας με το παίξιμο του. Στο μικρότερο δίσκο της καριέρας τους (κάτι περισσότερο από 34’), φρόντισαν να έχουν όλη την ουσία του παρελθόντος με ματιά στο μέλλον.


Το “No more color” είναι ορισμός της φράσης «η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση». Όντας το μεσαίο, το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ και το μεταβατικό της ιστορίας τους, εισήγαγε νέες δαιδαλώδεις τεχνοτροπίες παιξίματος, ενώ το προοδευτικό στοιχείο που θα έκανε την εμφάνιση ακόμα περισσότερο στα δύο επόμενα αριστουργήματα (“Mental vortex” το 1991 και “Grin” το 1993), βρήκε εδώ το κατάλληλο πάτημα και φύτεψε τους σπόρους μίας μεγαλειώδους ακομπλεξάριστης πορείας που κράτησε ως και το 1995 (και που διάολε, μέχρι και στην ομότιτλη συλλογή “Coroner” φρόντισαν να κάνουν τον κόσμο να λέει ότι το καλύτερο άλμπουμ που βγάλανε θα ήταν αυτό που θα κυκλοφορούσε μετά το “Grin”). Το άλμπουμ ανοίγει με το ηγεμονικό riff του “Die by my hand”. Τhrash όπως το θέλησε κι ο Θεός ο ίδιος, αλλά με αέρα υπεροχής, με αισθητική και όχι ουγκανίλα, με παικτικότητα MEGADETH αλλά και λοξοκοιτάζοντας προς Γερμανία μεριά για την επιθετικότητα (στην εποχή που οι DESTRUCTION είχαν ήδη πατήσει στο τεχνικό άκρο). Είναι εξ αρχής ολοφάνερο ότι κάτι είχε αλλάξει αισθητά, το επίπεδο είχε ανέβει, οι στίχοι του Marky συνάδουν εγκεφαλικά με το παίξιμο του στα τύμπανα, ένας thrash ντράμερ που δεν έπαιζε καν δίκαση σε πολλά σημεία και μπορούσε να ακούγεται πωρωτικότερος κι εξυπνότερος από τους περισσότερους.

Δίπλα στην ήδη δεδομένη πεμπτουσία απόλυτης τεχνικής έκφρασης από μεριάς Vetterli (χρόνια λέω ότι αν είχα μπάντα, θα είχα τρείς κιθαρίστες, τον Chuck, τον Vetterli και τον Locicero από τους FORBIDDEN, ο νοών νοείτω γιατί), ο οποίος εδώ ήταν καλύτερος από ποτέ (μέχρι τότε), ο ανέκαθεν υπόκωφος στη χροιά Royce μοιράζει φωνητικά πειθήνια, σχεδόν Tom Warrior-ικά (όπως πάντα, διότι το αίμα νερό δε γίνεται) κι έτσι στα 8 μανιφέστα επίδειξης δύναμης μέσα από την απλή πολυπλοκότητα, το τρίο καταφέρνει ενώ παίζει πιο στρωτά από ποτέ, να ακούγεται και πιο προοδευτικό κι ότι έχει ανοίξει τον ήχο του σε άλλα μονοπάτια. Είναι θαυμαστό το ότι ήταν το λιγότερο ταχύ τους άλμπουμ αλλά και το πιο ενδιαφέρον ακουστικά. Έχει τα πάντα που θέλει να ακούσει κάποιος και χωρίς να το κουράζουν. Κι αν η πρώτη πλευρά στο πλάι του “Die by my hand” με τα “No need to be human”, “Read my scars” και “D.O.A” είναι αυτή που σε μπάζει στο νέο τους πρόσωπο και κρατάει τα μπόσικα σε σχέση με το παρελθόν, η φιλόδοξη δεύτερη πλευρά κρύβει εκπλήξεις με τα “Mistress of deception”, “Tunnel of pain” (τι παιχνίδισμα στο ρυθμό) και “Why it hurts” (γιατί πονάς και φταίει ο μπαμπάς, να γιατί).

Τελευταίο αλλά ουδόλως αμελητέο αφήνουμε φυσικά το “Last entertainment”, το οποίο κλείνει το δίσκο με αισθητικό θρίαμβο που σπάνια συναντήθηκε ακόμα και σε Αμερικάνικες μπάντες. Μέσα από απαγγελία στίχων, το κομμάτι αυτό πολλοί ακόμα και σήμερα το θεωρούν instrumental, καθώς καθηλώνει τόσο με το ρυθμό του (ειδικά μετά το 1:30 που μπαίνει το σφυριχτό lead-άκι) που σχεδόν δε δίνεις σημασία στα όσα λέει εδώ ο Royce. Ένα από τα καλύτερα κομμάτια όλων των εποχών, το οποίο αν και κλισαρισμένες εκφράσεις τύπου «το έξυπνο μέταλ» ή «το μέταλ του σκεπτόμενου ανθρώπου» που πολλοί κάποτε χρησιμοποιούσαν ως υπερβολή έκαναν κακό στη μουσική μας, εδώ μπορούμε να πούμε ότι όχι απλά ταιριάζει γάντι, αλλά και αδικεί ταυτόχρονα το πώς και πόσο καινοτόμοι ακουγόντουσαν. Η περιπέτεια των CORONER δεν είχε τελειώσει ακόμα, αντίθετα άρχιζε μία εποχή που με μπούστο την καλή προώθηση της Noise και την παραδοχή πολλών τους συναδέλφων ότι το παίξιμο τους ήταν κάτι που ζήλευαν, θα μας προσέφεραν ακόμα μεγαλύτερες εκπλήξεις και άγνοια κινδύνου στη συνέχεια. Και όσο δύσκολο κι αν είναι να βάλεις σε σειρά τα άλμπουμ τους, το “No more color” θα είναι πάντα το πλέον κρίσιμο και σημαντικό άλμπουμ της καριέρας τους. Γι’ αυτό και είναι και το καλύτερο όλων άλλωστε!

Did you know that:
Oι στίχοι του “Why it hurts” είναι γραμμένοι από τον συγχωρεμένο Martin Eric Ain των CELTIC FROST.
O δίσκος ηχογραφήθηκε στα Sky Trak Studio στο δυτικό Βερολίνο στη Γερμανία, αλλά η μίξη έγινε στο ΝΑΟ Morrisound στην Tampa της Florida.
Το δίσκο ακολούθησε μία περιοδεία-ονείρωξη για τον μέσο προοδευτικό οπαδό, όπου στο πλάι των CORONER, δεν ήταν άλλη από τους WATCHTOWER!
Highlight της καριέρας τους παραμένει η εμφάνιση μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου στις 4 Μαρτίου του 1990. Στο περίφημο “Live in east Berlin” όπου και η εμφάνιση τους έχει βιντεοσκοπηθεί και αποτελεί απτό παράδειγμα ασύλληπτης συναυλιακής ονείρωξης, εμφανίστηκαν μαζί με τους SABBAT (εμφάνιση-πριονοκορδέλα), TANKARD (είμαι βέβαιος ότι ακόμα πέφτει ξύλο) και…KREATOR (με φρέσκο τον Blackfire στη μπάντα, επίσης βιντεοσκοπημένη ηγεμονική εμφάνιση). Όλες οι παραπάνω εμφανίσεις υπάρχουν στο Youtube, κάντε μία χάρη στον εαυτό σας και παρακολουθήστε τις αυτούσιες.
Ο μηχανικός ήχου Steve Rispin είναι υπεύθυνος και για τα διακριτικά πλήκτρα του δίσκου.

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here