ICED EARTH (Demons) & BLIND GUARDIAN (Wizards) underrated gems

0
245




ICED EARTH (Demons) & BLIND GUARDIAN (Wizards) underrated gems

Jon Schaffer και Hansi Kursch. Δύο μεγάλες προσωπικότητες και μορφές της ευρύτερης metal σκηνής και ηγέτες δύο ιδιαιτέρως αγαπητών, ειδικά στο ελληνικό κοινό, συγκροτημάτων, των ICED EARTH και BLIND GUARDIAN, που παρά τις διαφορετικές «σχολές» τους (Αμερική και Ευρώπη), κατάφεραν, ειδικά στα 90s, να έχουν πολλούς κοινούς οπαδούς. Αυτοί οι δύο μουσικοί, ένωσαν τη διαφορετικότητά τους στους DEMONS & WIZARDS, οι οποίοι κυκλοφορούν και τη νέα, τρίτη δισκογραφική τους δουλειά. Με την ευκαιρία αυτή, η στήλη προσκαλεί τον καλό φίλο και συνάδελφο Φραγκίσκο Σαμοΐλη, σεσημασμένο οπαδό τόσο των ICED EARTH όσο και των BLIND GUARDIAN, ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του «Μάγου». «Δαίμονας», ντύνεται ο Δημήτρης Τσέλλος και μαζί παραθέτουν 30 υποτιμημένα τραγούδια των δύο συγκροτημάτων. Όσο βέβαια μπορούμε να μιλάμε για υποτίμηση τραγουδιών σε δύο μπάντες που έχουν τόση καριέρα, οπαδούς που «ξεκοκαλίζουν» δισκογραφίες και live έχουν τιμήσει πολύ μεγάλο μέρος αυτών. Ειδικά οι BLIND GUARDIAN. Στο τέλος των κειμένων, όπως πάντα, υπάρχει και η σχετική Spotify list, για να έχετε και μια ακουστική «εικόνα». Η αρχή ανήκει στον «Δαίμονα», αφού είναι πρώτος και στο όνομα των DEMONS & WIZARDS…

 

ICED EARTH

Enter the realm/Colors (“Enter the realm”, 1989)

Το πρώτο δείγμα. Τέσσερα τραγούδια, συν δύο μικρά ακουστικά μέρη ως εισαγωγή και ιντερλούδιο αντίστοιχα. Μία μπάντα που δείχνει τις όχι αγαθές προθέσεις της και ένα από τα καλύτερα πρώιμα κομμάτια της, γεμάτο θράσος και άγνοια κινδύνου. Αμερικάνικο power metal, που διάλεξε να φλερτάρει με το thrash και όχι με το progressive, όπως έκαναν άλλοι ομοτράπεζοί του. Η επικινδυνότητα της γεμάτης με συμμορίες μεταμεσονύχτιας Νέας Υόρκης, για τις οποίες τραγουδά μία απόκοσμη φωνή. Τα «χρώματα», θα μπορούσαν να είναι τα διακριτικά κάθε συμμορίας ή το κίτρινο του φόβου και το κόκκινο του αίματος, καθώς ο πρωταγωνιστής του τραγουδιού έρχεται αντιμέτωπος με αυτές. Αυτό θα έπρεπε να είναι το αιώνιο εναρκτήριο τραγούδι των ICED EARTH, ακόμη και μετά από 30 δίσκους. Μόνο και μόνο για το θεϊκό riff που διαδέχεται την εισαγωγή και το ακόμη πιο θεϊκό ανατολίτικο σημείο. Ξέρετε καλά ποιο εννοώ. Αν όχι, ανατρέξτε στη λίστα που παρατίθεται στο τέλος ή δείτε το video clip του.

Life and death (“Iced Earth”, 1990)

Ατμοσφαιρική εισαγωγή και παιχνιδίσματα στην κιθάρα από τον Randall Shawver, μέχρι να μπει ΤΟ RIFF. Αυτό το κλασσικό πια «τα ταρα ταταρατα – τα ταρα ταταρατα» riff που σημάδεψε» την εφηβεία μας. Μέχρι και οι καμπάνες που ακούγονται από πίσω… μέχρι και αυτές είναι αριστουργηματικές! Ακόμη και τώρα, δε μπορώ να καταλάβω πως οι ICED EARTH έφτασαν από αυτά τα έπη, να παίζουν… αυτά που παίζουν σήμερα τέλος πάντων. Ο Gene Adam, ναι, δεν είχε φωνή. Είχε όμως ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, που ταίριαζε απόλυτα με τη μουσική. Αν σας αρέσει αυτή η πρωτόγονη αισθητική του, ακούστε το από εδώ. Αν θέλετε όσο το δυνατόν πιο επαγγελματική προσέγγιση και μία πιο σωστή ερμηνεία στα φωνητικά, ανατρέξτε στο διπλό άλμπουμ συλλογή “Days of purgatory”. Εκεί, θα το βρείτε σε μία ελαφρώς διαφορετική έκδοση, με τίτλο “Cast in stone”.

Written on the walls (“Iced Earth”, 1990)

Να και οι πρώτοι σπόροι του “Burnt offerings”. Όχι μόνο στην εισαγωγή, αλλά και στην όλη μορφή του τραγουδιού. Ήταν δεδομένο από τότε, πως ο Jon θα έκανε κάτι δικό του στο τέλος και θα ξέφευγε από το “Metallica – oriented” metal των πρώτων του ημερών. Όχι προς το παρόν όμως, καθώς εδώ προσκυνάμε όλοι μαζί το “Master of puppets”. Σύνθεση με αυξομειώσεις στην ταχύτητα, αλλαγές και «κοψίματα», απόλυτα ενδεικτική του τι είχε στο νου του ο mastermind Schaffer και πού ήθελε να φτάσει το συγκρότημά του. Είναι όμως ακόμη νωρίς για να απλωθούν όλα τα χαρτιά στο τραπέζι. Αχ αυτή η αλλαγή στο 04:55… ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ICED EARTH ΓΑΜΩΤΟ! JON ΣΥΝΕΛΘΕ!

The path I choose (“Night of the Stormrider”, 1992)

Εις στάσιν προσοχής, για το καλύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος (το “Burnt offerings” χάνει στο νήμα) και ένα από τα καλύτερα που ακούσαμε ποτέ στο είδος αυτό από τη μάνα Αμερική. Εις στάσιν προσοχής και για τον καλύτερο τραγουδιστή που πέρασε από τις τάξεις του σχήματος, τον John Greely. Το έχει παραδεχτεί ο Schaffer, λέγοντας πως δε θα τον έδιωχνε ποτέ αν δεν ήταν δηλωμένος νέο-ναζί. Το έχει παραδεχτεί και ο Barlow, λέγοντας πως δε μπορούσε ποτέ να πιάσει την απόδοση και το συναίσθημα του προκατόχου του. Εγκληματικά υποτιμημένος ΥΜΝΟΣ το “The path I choose”, κλείνει την καλύτερη τριλογία που συνέθεσε ποτέ ο αρχηγός, αυτήν του “Stormrider” (ποιο “Dark saga” βρε κατακαημένε μου τώρα, άσε με από δω). Ταχύ, υμνικό, «δαιμονισμένο» και με ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ riffing, σκορπά πανικό και τρόμο προς πάσα κατεύθυνση. Προς την «μετά το 1996» μπάντα, προς τους «από το 1996 και μετά» οπαδούς της, προς τους αμφισβητίες, προς τους wannabe-δες και προς τον κόσμο όλο σε τελική ανάλυση! Έχει παιχτεί ελάχιστες φορές ζωντανά και αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός που ήμουν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας, όταν το 1999 δημιούργησε μερικές εκατοντάδες αυχενικά στο ΡΟΔΟΝ και μερικές ακόμη εκατοντάδες κρίσεις πανικού. Αν παιχτεί τώρα, πιθανότατα οι νεόκοποι οπαδοί θα πέσουν σε κατάθλιψη.

Desert rain (“Night of the Stormrider”, 1992)

Δεύτερο κομμάτι από «την νύχτα εκείνη». Καταρχάς, εδώ σε διαπερνά ρίγος και σε λούζει κρύος ιδρώτας, μόνο με την εισαγωγή. Όταν μπαίνει το riff, έχεις τελειώσει και δεν το έχεις καταλάβει. Στο πρώτο κουπλέ, ο John Greely σκυλεύει το κουφάρι σου και στο λυρικό refrain στήνει χορό γύρω από αυτό, μαζί με την υπόλοιπη μπάντα. Ο Randall Shawver παραμένει ο πιο ταιριαστός κιθαρίστας που είχαν ποτέ, σε κάθε του πτυχή, lead και ρυθμική. Και αυτές οι φράσεις του στο κλείσιμο… λουκούμι! Εννοείται έχει παιχτεί ελάχιστες φορές επί σκηνής και για αυτό μπαίνει εδώ. Περιμένω να έρθει επιτέλους εκείνη η ώρα που θα γίνει ένα “back to the roots” tour, με τραγούδια από το 1995 και πίσω. Για να ξαναζήσουμε την πραγματική δύναμη της μπάντας. “We shall rise and conquer, crushing all that’s weak” τραγουδούσαν τότε και μα την αλήθεια, το πίστευαν και το πιστεύαμε!

Burnt offerings (“Burnt offerings”, 1995)

Κάποιες φορές η συζήτηση φτάνει στον όρο “power metal”. Εκεί πάντα κάποιος θα αρχίσει να λέει για το euro-power και τους αναρίθμητους «γιους» του Hansen και του Malmsteen, τα «εγγόνια» του Blackmore. Εκεί λοιπόν θα έρχονται δίσκοι σαν το “Burnt offerings”, για να αποδείξουν την ανωτερότητα της αμερικανικής σχολής και το πώς αυτή μπορεί να υιοθετεί και να επηρεάζεται από εντελώς ετερόκλητα με το power metal είδη. Σε τούτο το αριστούργημα, οι ICED EARTH ενώνουν το power metal με το thrash, το doom (!) και το black (!!!) και δημιουργούν ένα κολοσσιαίο μανιφέστο επικής, όσο και μοχθηρής μουσικής. Κάτι το πρωτόγνωρο, που σόκαρε όσο και ενθουσίασε. Κάτι που δεν ακούσαμε ποτέ ξανά από κανέναν. Μόνο οι cult θεοί SATAN’S HOST μπόρεσαν να το προσεγγίσουν. Και το ομώνυμο έπος, από την εισαγωγή με το πιάνο και τα γνωστά λόγια του Vlad Draculea, μέχρι το λυρικό finish, είναι ενδεικτική σύνθεση. Πόσες φορές έχει παιχτεί live; Πέντε. Ναι, πέντε.

Diary (“Burnt offerings”, 1995)

Η αναφορά στον γνωστό Kόμη συνεχίζεται, μέσα από το ημερολόγιό του. Υπέρτατο doom-y riff στην αρχή, έρπεται απειλητικό λες και βγαίνει από το φρέαρ της Αβύσσου, απόλυτα black metal ατμόσφαιρα, ανελέητο drumming από τον Rodney Beasley, συνεχείς εναλλαγές και υποκαταχθόνια ερμηνεία από τον νεοφερμένο τότε Matt Barlow, των power/thrashers CAULDRON, ο οποίος τα πηγαίνει εξαιρετικά, τραγουδώντας συνθέσεις που δεν προορίζονταν για αυτόν και που άρμοζαν περισσότερο στην φωνή του Greely. Ελάχιστες οι φορές που αποδόθηκε «ζωντανά», οι περισσότερες στην Ελλάδα τη διετία 1997-1999 (διόλου τυχαίο αυτό) και με πιο χαρακτηριστική αυτή του 1999 όπου παίχτηκε «καπάκι» μετά την “Stormrider” τριλογία και έγινε της μουρλής. Μπορείτε να φανταστείτε ένα σύσσωμο ΡΟΔΟΝ να τσιρίζει μαζί με τον Barlow, αφού πρώτα έχει κάνει ηλίθιες δαιμονικές γκριμάτσες γρυλίζοντας “Now I am the one crucified”; Εγώ δεν το φαντάζομαι, γιατί ήμουν ένας από αυτούς που τσίριζαν. Σημείωση: τμήμα του προέρχεται από την σύνθεση “Dracula” (έπος) του πρωτόλειου “Horror show” demo των PURGATORY.

Brainwashed (“Burnt offerings”, 1995)

Τρίτο κομμάτι από τον ίδιο δίσκο και δικαίως. Και ολόκληρο να τον βάζαμε εδώ, πλην του “Dante’s inferno” και του “Last December”, άδικο δεν θα είχαμε. Τούτο δω είναι και αγαπημένο του Φραγκίσκου, οπότε αυτόματα προηγείται έναντι των “Creator failure” και “The burning oasis” που του καλόβλεπαν τη θέση. Οργισμένη (εννοείται) σύνθεση, η οποία αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του Schaffer εκείνη την εποχή. Όπως πλείστες άλλες, ξεκινά με υποβλητική ατμοσφαιρική εισαγωγή, εξελίσσεται σε ένα άκρως επιθετικό τραγούδι και έχει ένα ακόμη ήρεμο «κόψιμο» στο δεύτερο μισό του. Σε σχέση με το “Dante’s inferno” για παράδειγμα, υστερεί, αλλά σε σχέση με οτιδήποτε έβγαλε η μπάντα από το 2001 και μετά, φαντάζει σαν το “Ben Hur”.

Depths of hell (“Dark saga”, 1996)

Αλλαγή, επαναπροσδιορισμός και πολύ πιο radio friendly στάση. Το “Dark saga” ήταν η απαρχή μιας προσπάθειας να εξαργυρώσει επιτέλους η μπάντα και εμπορικά το συμβόλαιό της σε μια mainstream εταιρεία, όπως η Century Media και να γίνει μία arena band (διακαής πόθος του Schaffer). Δεν το πέτυχε, κατάφερε όμως να μεγαλώσει το fan base της και να φτάσει να τραγουδούν τουλάχιστον το “I died for you” και νοικοκυρές την ώρα που σιδέρωναν τα υποκάμισα του ανδρός. Το “Depths of hell” είναι καλό κομμάτι, ρυθμικό, μελωδικό, με ωραία «βαθιά» φωνητικά από τον Barlow και εξυπηρετεί από τη δική του σκοπιά το όλο “Spawn concept”. Η διαφορά όμως με τα έπη που προαναφέραμε, είναι, κακά τα ψέματα, τεράστια.

Consequences (“Something wicked this way comes”, 1998)

Υπέροχο κομμάτι που βρίσκεται στα αζήτητα από την ημέρα που κυκλοφόρησε. Ισορροπεί μεταξύ ακουστικής μπαλάντας και ογκώδους, riff-άτου έπους. Δυνατό του σημείο το lead μέρος του νεοφερμένου πιτσιρικά Tarnowski, στο πολύ έντονο «ξέσπασμα» στη μέση και το finale του, το οποίο θυμίζει τη μελωδία του “A question of Heaven”. Credit εδώ, καθώς μας αρέσουν αυτά. Το “Consequences” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πιο διακριτικό “Blessed are you”. Θα ήθελα πολύ να είχε πάρει περισσότερες ευκαιρίες, νομίζω πως θα «δούλευε» πολύ καλά και μια εντελώς ακουστική version του.

Im – Ho – Tep (“Horrow show”, 2001)

Ταξίδι στην αρχαία Αίγυπτο και στα μυστήρια των Πυραμίδων. Η κατάρα του Im – Ho – Tep γίνεται τραγούδι και ταιριάζει απόλυτα στο γενικότερο concept. Ωραία mid tempo σύνθεση, με ανατολίτικη εννοείται essence και «πονεμένη» ερμηνεία από τον Barlow. Η μπάντα θέλησε να δώσει έναν αέρα “Powerslave” εδώ, αλλά δυστυχώς δε μπορούν όλοι να το πετύχουν αυτό. Καθαρά μουσικά, εκτός θεματολογίας, θα μπορούσε άνετα να «κολλήσει» στα live μετά την «αραβική» τριλογία “Something Wicked”. Πολύ ωραία μελωδία επίσης πάνω στο αρχικό, βασικό riff, τόσο στο «άνοιγμα» όσο και στο «κλείσιμο».

Attila (“The glorious burden”, 2004)

Τραγούδι που αναφέρεται, όπως καταλάβαμε όλοι, στη «Μάστιγα του Θεού». Ο Αττίλας, αποτέλεσε για χρόνια τον κυριότερο κίνδυνο τόσο για τη Δυτική, όσο και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, φτάνοντας ως την Κωνσταντινούπολη και το Μιλάνο. Τον αντιμετώπισε και τον νίκησε στα Καταλαυνικά Πεδία ο Αέτιος, σε μία σύγκρουση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Η Μάχη των Εθνών». Υμνική εισαγωγή και ωραίο riffing, χορωδίες και ο Ripper Owens κλασσικά πολύ καλός. Δεν πιστεύω πως χρειάζεται να αναφέρω την πλήρη απουσία solo, χαρακτηριστικό φαινόμενο την εποχή εκείνη. Αριστούργημα δεν είναι, αλλά στα χρόνια εκείνα, που η πτώση είχε ξεκινήσει και ήταν ελευθέρα, ξεχωρίζει. Για live εκτέλεση, ούτε λόγος.

Boiling point (“Dystopia”, 2011)

Ο Stu Block μπορεί να πει τα πάντα. Μπορεί να γίνει πιο Barlow από τον Barlow και πιο Greely από τον Greely, που λέει ο λόγος. Αυτό έπρεπε να το έχεις συνεχώς στο μυαλό σου φίλε Jon, γιατί όταν το θυμάσαι, τέτοια μικρά έπη συνθέτεις. Τσιρίδες, μανία, δίκαση – φρέζα, και καμπάνες λες και είμαστε στον κόσμο του “Life and death”. Ούτε τρία λεπτά δε διαρκεί, solo δεν έχει (γνωστά αυτά), αλλά επειδή σε γενικές γραμμές είναι παλαιάς κοπής άσμα, με κερδίζει αυτόματα.

The relic (part 1) (“Incorruptible”, 2017)

Αυτό δεν έχω καταλάβει ακόμη για ποιο λόγο μένει συνεχώς «εκτός αποστολής». Μέσα στον σωρό των κατιμάδων (κατιμάδες ναι) των τελευταίων άλμπουμ του group, αποτελεί φωτεινή εξαίρεση. Απλό στη σύλληψή του, αλλά ποιοτικό, με πολύ ωραία κουπλέ και όμορφο, ήπιο finale. Ο Block εδώ πατά εντελώς πάνω στις φωνητικές γραμμές του Barlow, πράγμα που αν και γίνεται επιτηδευμένα από την αρχή, το έχουμε πλέον πάρει απόφαση και αποδεχτεί. Υπάρχουν και οι φανατικοί που δεν δίνουν σημασία σε αυτά. Δυστυχώς.

Burning oasis (“Burning oasis”, 1985/”Purgatory”, 2018)

Πριν ακόμη μετονομαστούν σε ICED EARTH και κυκλοφορήσουν demo, οι Αμερικανοί ονομάζονταν PURGATORY και είχαν στο ενεργητικό τους τρία demos. Εκεί, μπορούσε κανείς να ακούσει τις πρώτες ιδέες που τριγύριζαν στο μυαλό του Schaffer, ολόκληρα μέρη τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκαν αλλού και τίτλους γνώριμους, όλα υπό το καθεστώς άθλιου, εννοείται, ήχου. Η μαγεία όμως ήταν εκεί. Το 2018, ο Jon κρατώντας αυτή τη μαγεία, επανηχογράφησε κάποιες συνθέσεις με τη βοήθεια παλαιών συνεργατών του. Το αποτέλεσμα; Ένας ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ICED EARTH δίσκος, έστω και υπό την μορφή ΕΡ. Ο Gene Adam, με τρομερή βελτίωση από τις εποχές του “Iced Earth” και απόλυτα επηρεασμένος από τον King Diamond, ταξιδεύει, εμάς τους παλαιότερους, πίσω στο χρόνο και δείχνει το real deal στους νεότερους. Το κομμάτι δεν έχει καμία σχέση με το ομότιτλό του από το “Burnt offerings”, αλλά είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Κλασσικότατη σύνθεση, με μία ατμόσφαιρα θρίλερ να το συντροφεύει, που αν είχε μπει στο ντεμπούτο, θα ήταν εκ των κορυφαίων τραγουδιών του. Μετά τα τελευταία άλμπουμ της Παγωμένης Γης, μετά το ”Purgatory” ΕΡ και κυρίως μετά το νέο DEMONS & WIZARDS, βεβαιωθήκαμε: δε μένει κάτι άλλο στον Schaffer, παρά να αναβιώσει το early 90s ύφος του. ICED EARTH, κυριολεκτικά και μεταφορικά στον πάγο, νέο άλμπουμ PURGATORY και περιοδεία με υλικό ως και το “Burnt offerings” αυστηρά. Θα λυγίσουν τα σίδερα. Ας δούμε τώρα τι έχει να προτείνει ο «Μάγος»…

Δημήτρης Τσέλλος

 

BLIND GUARDIAN

Run for the night (“Battalions of fear”, 1988)

Αφού ο Δημήτρης, μεταμφιεσμένος σε «Δαίμονας» (όχι της Βίσση και του Καρβέλα), μας μετέφερε στην Παγωμένη Γη και έβαλε τα δαιμόνια να σπείρουν το δικό τους όλεθρο, ήρθε η ώρα να πάμε σε άλλους τόπους, φανταστικούς και μαγικούς και να δώσουμε ρε παιδάκι μου και λίγο φως να διώξουμε το… κακό! Και δε θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη αρχή για την παρουσίαση των «υποτιμημένων» κομματιών των BLIND GUARDIAN, από ότι με το “Run for the night”. Από τα πολύ αγαπημένα κομμάτια στις τάξεις των οπαδών του σχήματος, ειδικά των 30-βάλε και πάνω ηλικιακά. Και όχι άδικα. Τραγούδι για το “Lord of the rings” του Tolkien, από την «παρθενική» κυκλοφορία της μπάντας, όταν ακόμα έπαιζαν καθαρότατο speed metal, με το γκάζι πατημένο και το sing-along ρεφρέν που έδειχνε το ξεχωριστό της μπάντας συνθετικά (καθώς τότε δεν είχαν ακόμα δικό τους ήχο). Δυστυχώς, είναι από τα «ξεχασμένα» στα live, ευτυχώς όμως τίμησε το δοξασμένο ΡΟΔΟΝ και το τιμήσαμε και εμείς από τη μεριά μας εκείνη τη μέρα.

Wizard’s crown (Battalions of fear”, 1988)

Άλλο αγαπημένο κομμάτι από το “Battalions”. Τσίτα γκάζια και πάλι, αφού τα παιδιά τότε ήταν speed metal σχήμα και στίχοι για τον Aleister Crowley παρακαλώ. Και παρόλο που στο refrain κυριαρχεί η λέξη “Halloween”, ο τίτλος είναι από τον πρώτο στίχο στην ουσία του refrain και αυτό γιατί άλλαξε στην πορεία. “Halloween” ήταν ο αρχικός τίτλος, καθώς το κομμάτι υπήρχε από την εποχή των LUCIFER’S HERITAGE και το demo “Symphonies of doom”, όμως στο ντεμπούτο τους σαν BLIND GUARDIAN το μετενόμασαν. Το γιατί δεν το ξέρω. Αλλά φαντάζει λογικό να έγινε εξαιτίας του αντίστοιχου κομματιού των HELLOWEEN. Ευτυχώς, είχαμε την τύχη να το ακούσουμε ΚΑΙ αυτό live στο Fuzz Club, σε ένα από τα κλασικά διήμερα των GUARDIAN στη χώρα μας. Είναι τυχαίο ότι έχει παιχτεί 5 μόλις φορές live και η μία ήταν στην Ελλάδα; Δε νομίζω Τάκη!

Hall of the king (“Follow the blind”, 1989)

Όταν αυτός, ο δεύτερος δίσκος σου, έχει μέσα τον ΥΜΝΟ που ακούει στο όνομα “Valhalla”, το να «αδικηθούν» κάποια άλλα κομμάτια του, είναι και λογικό. Ένα από αυτά, ίσως το καλύτερο, είναι το “Hall of the king”. Ρεφραινάρα και ειδικά εκεί στο κλείσιμό της με τα έξτρα φωνητικά και τον Hansi να φωνάζει “Watch out for me” και τη μπάντα να σου στέλνει σημάδια για το τι refrain θα ακούσεις από αυτούς όταν αρχίζουν να ωριμάζουν περισσότερο και να κατασταλλάσουν στον ήχο τους! Εννοείται παίζουμε speed ακόμα και δε ρίχνουμε την ταχύτητα. Ο «νονός» του euro-power, Kai Hansen, έχει παίξει το σόλο στο κομμάτι. Η άλλη του συμμετοχή σε αυτό το δίσκο, είναι φυσικά στο “Valhalla”, όπου κάνει φωνητικά. Μάλλον δεν είναι τυχαίο (πάλι) ότι υπάρχει στα συγκεκριμένα δύο τραγούδια. Το κακό είναι ότι μάλλον έχουν ξεχάσει μέχρι και τις συγχορδίες του τραγουδιού οι GUARDIAN, καθώς έχουν να το παίξουν live από το 1991 και συνολικά έχει παιχτεί 3 φορές και μόνο.

Tommyknockers (“Tales from the twilight world”, 1990)

Εδώ, το «αδικημένο», είναι πάρα μα πάρα πολύ σχετικό. Μιλάμε για τον πρώτο δίσκο ατόφιο δεκάρι των Γερμανών βάρδων. Ένα δίσκο που δεν ξέρεις ποιο κομμάτι να πιάσεις και ποιο να αφήσεις. “Traveler in time”, “Welcome to dying”, “Lord of the rings”, “Goodbye my friend”, “Lost in the twilight hall” (η απόλυτη αδυναμία), “The last candle”… μιλάμε για διαμάντια! Ε εκεί είναι και το δύσμοιρο το “Tommyknockers”, που ναι, δεν είναι στα επίπεδα των άλλων, για κανένα λόγο, αλλά σου βγάζει αυτό το τόσο χαρούμενο “happy happy Halloween” συναίσθημα στο ρεφρέν, που σου κολλάει στον εγκέφαλο. Τι και αν ακόμα και το βιβλίο του Stephen King (“The Tommyknockers”), για το οποίο μιλάνε οι στίχοι, δεν είναι καν στα καλύτερά του. Το κομμάτι είναι από αυτά που αν ακούγαμε live απλά θα περνάγαμε super και θα τραγουδάγαμε μέσα στη χαζοχαρά “Tommyknockers Tommyknockers knocked at your back door”. Ασχέτως που και αυτό παίζει να έχουν ξεχάσει πως παίζετε, καθώς live δεν το έχουν παρουσιάσει από το μακρινό 1992.

Theatre of pain (“Somewhere far beyond”, 1992)

Εδώ αλλάζουμε επίπεδο. Το πάμε σε δυσθεώρητα ύψη για πολλές άλλες μπάντες εκεί έξω. Και αρχίζουμε να ξεχωρίζουμε για τα καλά από τον σωρό των εκατοντάδων/χιλιάδων (δεν ξέρω πόσων) power metal σχημάτων που έβγαιναν εκείνη την εποχή. Δε θα ξεχάσω ποτέ το σοκ όταν πρωτάκουσα αυτό το ΑΣΜΑ. “Time what is time” και “Journey through the dark”, που ανοίγουν το δίσκο, ήταν οι GUARDIAN που ξέραμε και αγαπούσαμε. Το “Black chamber” ψάρωνε μεν, αλλά έλεγες ότι είναι ιντερλούδιο ή κάτι αντίστοιχο, για να έρθει το “Theatre of pain” να σε στείλει αδιάβαστο. Είναι η ίδια μπάντα; Τι είναι όλα αυτά τα πλήκτρα; Γιατί αυτό που ακούω είναι τόσο ΥΠΕΡΟΧΟ; Σαγηνευτικό, ταξιδιάρικο, τρομερά ώριμο ενορχηστρωτικά, με απίθανες μελωδίες. Μακράν του δεύτερου, το πιο αδικημένο κομμάτι στην ιστορία του συγκροτήματος. Και ειδικά από τους ίδιους, που το έχουν παίξει μόλις 12 φορές live. Τους έχω δει πόσες φορές (νομίζω 13.. πρέπει να έρθει νέα φορά γρήγορα να φύγουμε από το γκαντεμονούμερο) και όπως ξέρετε όλοι οι πιστοί, με τη (σωστή) νοοτροπία της μπάντας να τιμάει τους οπαδούς της, ειδικά στα δεύτερα live της, έχουμε δει τεράστιο ποσοστό τραγουδιών. Ε αυτό είναι το ένα που θα ήθελα να δω πριν το λήξουν κάποια στιγμή. Το πώς θα έκανα μάλλον το ξέρω, αφού αν έφευγαν δάκρυα σε εκείνο το ακουστικό που είχαμε κάνει σαν ROCK HARD, σε αυτό το κομμάτι μάλλον θα χρειαζόμουν δύο τεράστια φτερά να μου κάνουν αέρα να συνέλθω. Μαγικό κομμάτι. Απλά μαγικό. Είπαμε. Είμαστε οι «Μάγοι».

The bards song – The hobbit (“Somewhere far beyond”, 1992)

Το “The bard’s song – The forest”, είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι των Γερμανών. Μέχρι και η μάνα μου, κυριολεκτικά, το ξέρει και ξέρει και μέρος των στίχων. Και λίγο λογικό από τις τόσες φορές που το άκουγα έφηβος στο σπίτι και η καημένη το άκουγε μαζί μου και μαζί με την υπόλοιπη πολυκατοικία. Όμως υπάρχει και το “The bard’s song – The hobbit”. Υπάρχει και αυτό το τραγούδι, που λογικό είναι να το καταπιεί η σκιά του “The forest”, αλλά ως ένα βαθμό, καθώς μιλάμε για άκρως κολλητικό τεμάχιο. Mid tempo, επικό, λυρικό, σαγηνευτικό, που σε μόλις 3.5 λεπτά καταφέρνει να σε έχει ταξιδέψει σε μέρη που μόνο διάβαζες για αυτά σε βιβλία. Και αν δεν υπήρχε το “Theatre of pain”, θα ήταν αυτό στην πρώτη θέση των πιο αδικημένων τραγουδιών τους. Βέβαια, αυτό το έχουμε απολαύσει και live στην Ελλάδα (3 φορές παρακαλώ), οπότε, ως ένα βαθμό έχουμε σβήσει αυτήν την καούρα. Αλλά πόσο πιο όμορφος θα ήταν ο κόσμος για 7-8 έστω λεπτά, αν κάθε φορά που έπαιζαν το “The forest” και μας είχαν στα πατώματα, να έμπαινε καπάκι και αυτό, το αδερφάκι του; Ειδικά μετά το σόλο και μέχρι το τέλος, δεν πέφτει η τρίχα, φυτρώνουν μαλλιά σε όσους δεν έχουν και κάθε πόρος του δέρματός σου έχει ανοίξει διάπλατα από την ανατριχίλα. “By the spell of gold, the king under the mountain will risk the great war. Oh what a fool, he’s losing control, so I am trying to find a way. Blind in the dark dungeon’s night, then darkness comes from the northern side and Thorin clears his mind”. Εγκληματία Jackson!!! Δε φτάνει που κατέστρεψες το “The hobbit”, δεν έβαλες καν τον απόλυτο ύμνο για το βιβλίο στο soundtrack!

Ashes to ashes (“Somewhere far beyond”, 1992)

Σε ένα δίσκο γεμάτο μαγεία, κόσμους ονειρικούς και ιστορίες από τον κόσμο του φανταστικού, υπάρχει και το “Ashes to ashes”. Ένα κομμάτι που το έγραψε ο Hansi για το θάνατο του πατέρα του. Στα συν, ότι δεν είναι κάποια μπαλάντα, αλλά ένα από τα κλασικά up tempo τραγούδια του “Somewhere far beyond”, με όλα τα στοιχεία που έχουν πλέον περάσει στη μουσική τους οι βάρδοι. Δεν έχει πολλά να πεις εδώ. Απλά ένα υπέροχο τραγούδι που ευτυχώς έχουμε απολαύσει αρκετές φορές εμείς στην Ελλάδα ζωντανά (γενικότερα δεν έχει παιχτεί και τόσο), που σκορπάει ανατριχίλα στο “And don’t be afraid to step into the dark. Be sure that my voice will take you home”. Αλήτη Hansi.

Another holy war (“Imaginations from the other side”, 1995)

Έχοντας πάρει σερί τα δεκάρια από το “Tales from the twilight world” και μετά, το 1995, οι GUARDIAN κυκλοφορούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό και σημείο αναφοράς άλμπουμ τους, το “Imaginations from the other side”. Δε λέω καλύτερο ή όχι, γιατί αυτό είναι σχετικό και θέμα γούστου. Όμως εδώ, είναι έτοιμοι για τη μετάβαση που θα έρθει στο “Nightfall…”. Εδώ και αν δεν έχεις ποιο κομμάτι να διαλέξεις πρώτο και τι να αφήσεις πίσω, οπότε λογικό και στα live να υπήρχε «πρόβλημα» στον καταρτισμό του setlist. Όμως, παρόλο τον ανταγωνισμό, το “Another holy war”, θα μπορούσε να είναι λίγο πιο ψηλά. Με τη ρεφρενάρα του να ενώνει φωνές και με αυτό το μία απόλυτη επικούρα μία «ξυλίκι» συναίσθημα που βγάζει, το κομμάτι είναι εθιστικό. Ευτυχώς το έχουμε δει live στην Ελλάδα, τόσο στην Αθήνα όσο και στα Χανιά (που ήταν το μόνο live GUARDIAN εν Ελλάδι που έχω χάσει στη ζωή μου, ασχέτως αν δεν είχα επιλογή)! Πόσο ευλογημένες είναι κάποιες μπάντες που δεν ξέρουν τι κομμάτι να αφήσουν έξω από ένα setlist συναυλίας και όχι τι να βάλουν μέσα.

The curse of Feanor (“Nightfall in Middle-Earth”, 1998)

Και φτάνουμε στο τελευταίο ατόφιο δεκάρι της ιστορίας των BLIND GUARDIAN μέχρι και σήμερα. Ο δίσκος που κλείνει την τετράδα ΕΠΟΣ των Γερμανών. Ο δίσκος που ένωσε κατά κάποιο τρόπο την παλαιότερη και τη νεότερη φουρνιά οπαδών της μπάντας. Ο δίσκος που έχει το μεγαλύτερο χιτ τους, το “Mirror mirror”, που έχει το “Into the storm” και το “Nightfall”, κομμάτια που δε λείπουν εύκολα από τα setlists τους. Όμως έχει και άλλα τρία κομμάτια που μπορούμε να πούμε ότι έχουν κάπως «αδικηθεί». Το πρώτο από αυτά είναι το “The curse of Feanor”. Το πιο ευλογημένο αλλά και καταραμένο ταυτόχρονα ξωτικό του κόσμου του Tolkien. Και οι GUARDIAN έγραψαν μία κομματάρα για την ιστορία του με υπέροχο λυρικό ρεφρέν. Δυστυχώς, αυτό δεν το έχουμε ακούσει live στην Ελλάδα. Όχι όμως ότι το έχουν ακούσει πολλοί άνθρωποι εκεί έξω, αφού σπάνια το παίζει η μπάντα και μάλιστα έπρεπε να περάσουν 17 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου για να το κάνει. Στα έξτρα και επιπλέον λόγος να μπει στη λίστα, είναι ότι αποτελεί από τα τελευταία κομμάτια στα οποία συμμετείχε στη δημιουργία του ο απόλυτος drummer της μπάντας, ο άτυχος Thomen Stauch. Τα δύο τελευταία ήταν δυστυχώς στο “A night at the Opera”.

Noldor (“Nightfall in Middle-Earth”, 1998)

Πάλι ξωτικά και πάλι σχέση με τον Feanor, καθώς και αυτός ήταν ένας Noldor. Αυτή τη φορά δεν έχει «επίθεση» μουσικά, αλλά mid tempo άσμα, με πολύ όμορφο sing-along ρεφρέν. Να ταιριάζει λίγο και με την «μαύρη» ιστορία αυτής της δεύτερης φυλής των ξωτικών και συγκεκριμένα του Fingolfin στο δρόμο της απόλυτης κατατρόπωσης της φυλής. Αν μιλάμε για αδικημένο κομμάτι από το “Nightfall”, αυτό σίγουρα είναι το “Noldor”, που μπαίνει στην κατηγορία «μάλλον δε θυμόμαστε καν τις συγχορδίες», αφού δεν έχει παιχτεί ποτέ live. Κάντε βρε παιδιά μία περιοδεία με κομμάτια μόνο από τα 4 αυτά συνεχόμενα έπη, ελάτε ένα διήμερο Ελλάδα, παίξτε την πρώτη μέρα τα πρώτα 2 και τη δεύτερη τα υπόλοιπα 2 και είμαστε μια χαρά! “I know, where the stars glow”…

When sorrow sang (“Nightfall in Middle-Earth”, 1998)

Beren και Luthien για να κλείσει η τριάδα των κομματιών από το “Nightfall…”. Ναι, δεν είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, ναι έχει καλύτερα, αλλά σίγουρα αξίζει πολύ περισσότερο από το status που έχει σήμερα στη δισκογραφία της μπάντας. Βέβαια, αυτό τουλάχιστον έχει παιχτεί και δύο φορές live, όχι όπως το κακόμοιρο το “Noldor”. Αλλά και πάλι, είναι στα ίδια επίπεδα. Ωραίο, up tempo κομμάτι, εξαράτο ρεφρέν και όλα κυλάνε όμορφα και όπως πρέπει. Μόνο και μόνο επειδή και η ΕΞΩΦΥΛΛΑΡΑ του δίσκου έχει να κάνει με την ιστορία του Beren και της Luthien και το χορό της μπροστά στον Morgoth, ένα κλικ παραπάνω αναγνωρισιμότητας θα ήταν το σωστό και το δίκαιο.

Precious Jerusalem (“A night at the Opera”, 2002)

BLIND GUARDIAN turns Christian; Όχι προφανώς, απλά είπαν να γράψουν κομμάτι και για τον Ιησού και συγκεκριμένα για τις τελευταίες του μέρες. Όποια και αν είναι η θεματολογία, το βασικό είναι ότι το κομμάτι είναι από τα πολύ καλά του δίσκου. Τον ανοίγει μάλιστα και σε βάζει με τη μία στο κλίμα του ήχου που θα ακολουθήσει στο άλμπουμ, έναν ήχο και μία κατεύθυνση που θα κάνουν στο τέλος τoν Thomen Stauch να αποχωρήσει από το σχήμα. Αν και διαφορετικό, το “A night…” είναι τιμιότατο, ασχέτως που με εξαίρεση το “And then there was silence”, ούτε η ίδια η μπάντα δεν το τίμησε και δεν το τιμάει live. Και το “Precious Jerusalem” είναι από τα κομμάτια που θα έστεκαν super και live. Όπως και το επόμενο στο δίσκο και δεύτερο «αδικημένο» από αυτό το άλμπουμ το…

Battlefield (“A night at the Opera”, 2002)

Επίσης κομμάτι που «αγνοείται» live και δεν ξέρω αν στο μέλλον η κυρία Νικολούλη δώσει κάποια λύση, αλλά ούτως ή άλλως, κάποια άλλα που αναφέραμε πριν έχουν προτεραιότητα. Ασχέτως αν και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κομμάτι που δικαιούται περισσότερα. Up tempo, με τη γέφυρα να είναι καλύτερη του ρεφρέν μεν, αλλά στο σύνολό του, το κομμάτι στέκεται μια χαρά εννοείται. Η ειρωνία είναι ότι παρόλο που είναι στα «αδικημένα», ευθύνεται σε ένα βαθμό για την έλευση μίας μερίδας των νεότερων οπαδών της μπάντας, καθώς ήταν στο soundtrack ενός video game ονόματι “Robot Unicorn Attack” (το λες και ειρωνικό το μονόκεροι και GUARDIAN). Συγκεκριμένα, στη metal edition του παιχνιδιού, καθώς το συγκεκριμένο παιχνίδι είχε βγάλει αρκετές διαφορετικές εκδοχές. Στην κανονική έκδοση παρεπιπτόντως, το θεματικό τραγούδι είναι το “Always” των ERASURE.

Ride into obsession (“At the edge of time”, 2010)

Το “At the edge of time”, είναι με χαρακτηριστική ευκολία, το καλύτερο άλμπουμ της τελευταίας περιόδου των GUARDIAN, δηλαδή της μετα-“A night…” εποχής. Και λογικό, αφού που να συγκριθεί με το χειρότερο άλμπουμ της ιστορίας των Γερμανών (λέγε με “A twist in the myth”) ή με το τίμιο μεν, αλλά κατώτερό του, “Beyond the red mirror”. Και μπορεί τα “Sacred worlds” και το “Wheel of time” να είναι δικαίως τα κορυφαία και πιο γνωστά κομμάτια του δίσκου (μαζί με το “A voice in the dark”, το οποίο όμως έχω σαν τρίτο κατά σειρά), αλλά έχει άλλα δύο «διαμαντάκια» μέσα. Εδώ όμως θα μπει το ένα από αυτά και συγκεκριμένα το “Ride into obsession” (το άλλο είναι το “Valkyries”). Αγαπημένο βιβλίο το “Wheel of time” του Robert Jordan, ασχέτως που έχει τον ατελείωτο και ακόμα αγκομαχώ μαζί του και σε αυτό το δίσκο οι GUARDIAN το έχουν τιμήσει. Το κομμάτι, εξαράκι ωραίο και σωστό, σε πάει λίγο στο παρελθόν του σχήματος, έχει τσίτα τα γκάζια και γενικά αξίζει προσοχής. Σίγουρα δεν αξίζει τις 10 μόνο φορές που έχει παιχτεί live, ασχέτως που εννοείται ότι η μία ήταν στην Ελλάδα. Μη λέμε τα ίδια για την αμφίδρομη σχέση αυτής της μπάντας με το ελληνικό κοινό!

The holy grail (“Beyond the red mirror”, 2015)

Όπως τα είχα γράψει και τότε στην παρουσίαση του “Beyond the red mirror”. Το κομμάτι είναι από εκείνα τα γρήγορα που σου έχουν λείψει τα τελευταία χρόνια. Από τα κομμάτια που κοιτάνε προς “Imaginations”. Κοιτάνε είπαμε ε! Μη γίνουμε ιερόσυλοι! Και είναι εύκολα από τα κορυφαία του τελευταίου βασικά δίσκου του σχήματος. Σε μία «δύσκολη» ξαναλέω περίοδο για τη μπάντα, με αρκετή αμφισβήτηση (αδίκως για εμένα ως ένα βαθμό, αφού δε μπορείς να περιμένεις να γράφουν έπη για πάντα), το “The holy grail” είναι από τα καλά κομμάτια του σχήματος. Μπορούν και καλύτερα; Σαφέστατα. Μπορούν και χειρότερα; Δυστυχώς σαφέστατα. Μια χαρά κομμάτι που ίσως το αδικεί αυτή η αμφισβήτηση της πορείας του σχήματος.


Φραγκίσκος Σαμοΐλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here